Έκανε πολύ φτηνά η εξαγορά του παρελθόντος σου εκεί μέσα, ή της εντύπωσης που είχες γι’ αυτό. Σε κάποια στιγμή, εκεί που φυλλομετρούσα τα εξώφυλλα, είδα να αλλάζει απότομα η φρουρά πίσω απ’ τον πάγκο. Ο νευρικός, πρώην μαστούρας που μάσαγε τα νύχια του, έδωσε τη θέση του στην σιτεμένη αλλά πίσσα μαυρομάλλα, ιδιοκτήτρια. Φαντάσου τι ανάγκη για υπάλληλο πρέπει να είχε η γυναίκα για να καταλήξει να προσλάβει αυτόν εδώ, σκέφτηκα.
Με το που ανέλαβε καθήκοντα, η ιδιοκτήτρια, μου έκανε ένα συνωμοτικό νεύμα να πλησιάσω τον πάγκο της, πράγμα που έκανα…
”Ξέρετε, δεν έχω βγάλει ανακοίνωση ακόμα, αλλά επειδή κλείνουμε σε μια βδομάδα από τώρα και επειδή υπήρξατε απ’ τους πιο καλούς μας πελάτες, θεώρησα σωστό να ξέρετε ότι ξεπουλάμε όλα μας τα θέματα σε τιμή ενοικίασης. Σας το λέω για να το έχετε υπόψη”.
Η αλόγιστη πειρατεία από υπολογιστή, και οι τρισκατάρατες πλατφόρμες της woke προπαγάνδας, έκαναν τη μια τέτοια επιχείρηση να κλείνει μετά την άλλη. Από τη μία, ένιωσα να πετάει απ’ τη χαρά του ο πλιατσικολόγος συλλέκτης που έκρυβα μέσα μου, και απ’ την άλλη, μελαγχόλησα που θα χανόταν ένα τέτοιο μέρος όπου περνώντας το κατώφλι του, έκανες κανονικό διάλειμμα απ’ την πραγματικότητα. Που ερχόσουν επιτέλους, σε μια κάποια προσωρινή ειρήνη με την αδυσώπητη κυκλοφορία. Οι βιντεολέσχες ήταν τα μπαρ των νηφάλιων μοναχικών. Δε θα είχες πια που να πας και να ξεχαστείς έπειτα από άλλη μια μέρα, που δεν ήταν η μέρα σου. Η ιεροτελεστία αυτή της, χωρίς βιασύνη, επιλογής του, με ποιανού φουκαρά τα μπλεξίματα, θα γέμιζες το αποψινό βράδυ, θα έμπαινε πια στο χώρο των θρύλων και παραμυθιών.
-“Τα οσκαρικά, θα πωλούνται στα τρία ευρώ”, πρόσθεσε η ιδιοκτήτρια.
-“Ευχαριστώ, δε συμπαθώ πολύ τα οσκαρικά, εκτός του J.F.K και του Amadeus, αλλά θα τιμήσω δεόντως τα υπόλοιπα”, υποσχέθηκα.
-“Όπως επιθυμείτε”.
Μόλις συμπληρώθηκε η τριάδα των έργων με σοβαρά κοινωνιοπαθείς, που είχα διαλέξει, παρέδωσα στην καλή ιδιοκτήτρια τα καρτελάκια με τους κωδικούς και περίμενα στον πάγκο. Εκείνη τα πήρε και πήγε να τα ψάξει στις δυο σειρές από ντέξιον που ορθώνονταν πίσω της. Η σκέψη ότι στο μέλλον, θα νοσταλγούσα σαν ταξίδι στα ερείπια του Μάτσου Πίτσου, τις εργένικες επισκέψεις μου εδώ, μου έφερε σκυθρώπιασμα”.
Who is who:
Ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος γεννήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975 στην Αθήνα.
Στη δεκαετία του ’90 συμμετείχε ως βασικός τραγουδιστής στους δίσκους της ποπ-ροκ μπάντας Τετ-α-τετ (1992-1998). Σπούδασε δημοσιογραφία και αργότερα υποκριτική στην Κεντρική σκηνή. Παράλληλα εργάστηκε ως συντάκτης σε διάφορα free press έντυπα και ως ραδιοφωνικός παραγωγός σε εκπομπές λόγου. Συνεργάστηκε ως ηθοποιός με τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Λεονταρίτη σε αρκετές ταινίες μικρού μήκους, με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Νίκο Σκουλά στην ταινία μεσαίου μήκους Τύχη (βραβείο κοινού στο London Greek Festival), ενώ το 2013 πρωταγωνίστησε στην ταινία μεγάλου μήκους Η τελική αποπληρωμή (βραβευμένη με αργυρό Remi στο 47o Worldfest του Houston).
Το 2001 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Σφαγή στ’ ακρογιάλι της ηδονής και το 2009 το πρώτο του βιβλίο πεζογραφίας με τίτλο Καφές με θέα στην κόλαση. Το 2014 εξέδωσε το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Ένας γύρος καταιγίδα ακόμα.
Διαβάστε επίσης:
Video Club: “Το Τέλος της Συνοικιακής Ευδαιμονίας” – Του Χρήστου Θεοφιλάτου (Mέρος 2ο)
Video Club: “Το Τέλος της Συνοικιακής Ευδαιμονίας” – Του Χρήστου Θεοφιλάτου