Δρ. Νικόλαος Λάος
Η είσοδος των Ρώσων στο προσκήνιο της ιστορίας
Οι αρχές της ρωσικής ιστορίας, περιλαμβανομένης της ιστορίας των σημερινών λεγόμενων Λευκορώσων και Ουκρανών, ανάγεται σε μια ιστορική οντότητα που ονομαζόταν Ρως του Κιέβου. Το Κράτος των Ρως του Κιέβου, ή Κιεβινή Ρωσία, αποτελούνταν από Νοτίους Σλάβους. Παρ’ ότι δεν είναι ακριβώς σίγουρο από πού προήλθαν οι Σλάβοι, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Σλάβοι προήλθαν από την περιοχή των Καρπαθίων, κινήθηκαν βορειοανατολικώς, εποίκισαν την περιοχή του σημερινού Κιέβου, και δημιούργησαν μια συνομοσπονδία ανατολικών σλαβικών φυλών από τα τέλη του ενάτου έως και τα μέσα του δεκάτου τρίτου αιώνα. Κατά τη μέγιστη επέκτασή του, στα μέσα του ενδεκάτου αιώνα, το Κράτος των Ρως του Κιέβου εκτεινόταν από τη Βαλτική Θάλασσα στον βορρά μέχρι τον Εύξεινο Πόντο στον νότο, και από τις πηγές του Ποταμού Βιστούλα στα δυτικά μέχρι τη Χερσόνησο Ταμάν (σημερινό Κρασναντάρ) στα ανατολικά. Το Κράτος των Ρως του Κιέβου αποτελεί την πολιτιστική κοιτίδα των Ρώσων, καθώς και αυτών που σήμερα ονομάζονται Λευκορώσοι και Ουκρανοί, αν και, αργότερα, το πολιτιστικό και γεωπολιτικό κέντρο των Ρώσων μεταφέρθηκε στη Μόσχα.
Η ιστορία του ρωσικού (νοτιο-σλαβικού) εποικισμού της Ευρασίας είναι μια ιστορία μεγάλων γεωστρατηγικών, πολεμικών και πολιτικών επιτυχιών εκ μέρους των Ρώσων (Νοτίων Σλάβων). Η επιβολή και η επικράτηση των Ρώσων στη δυτική Ευρασία μέσω του Κράτους των Ρως του Κιέβου επιτεύχθηκαν αφού προηγουμένως οι Ρώσοι κατάφεραν μια σειρά από νίκες εναντίον των Φινο-Ούγγρων, των Τατάρων, των Γερμανών και διαφόρων βαλτικών λαών που επίσης διεκδικούσαν τα ίδια εδάφη. Επίσης, οι Ρώσοι επέδειξαν σημαντικές ικανότητες προσαρμογής σε μια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλής ποιότητας χώμα, βραχείες καλλιεργητικές περιόδους (λόγω κλίματος), πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και μεγάλες, ανοικτές πεδιάδες, που δυσκολεύουν την υπεράσπιση των ρωσικών συνόρων. Υπό τις προαναφερθείσες αντίξοες συνθήκες, οι Ρώσοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα αποτελεσματικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα στο οποίο στηρίχθηκε το Κράτος των Ρως του Κιέβου.
Ο ρωσικός πολιτισμός είναι αρρήκτως συνδεδεμένος με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το έτος 988 μ.Χ., ο Πρίγκιπας Βλαδίμηρος Α´ ο Μέγας των Ρως του Κιέβου εκχριστιάνισε τους Ρως σύμφωνα με την παράδοση και τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Βυζαντίου, αφού προηγουμένως ο ίδιος βαπτίστηκε ορθόδοξος χριστιανός στη Χερσώνα της Κριμαίας. Οι δεσμοί μεταξύ του Βυζαντίου και των Ρώσων επισφραγίστηκαν με τον γάμο του Βλαδίμηρου Α´ με την Πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου Β´ του Βουλγαροκτόνου.
Υπάρχουν διάφορες ιστορικές πηγές που εξηγούν πώς έγινε ο προσηλυτισμός του Βλαδίμηρου Α´ στη βυζαντινή Ορθοδοξία. Σύμφωνα με αυτές τις ιστορικές πηγές, ο Βλαδίμηρος Α´ εξέταζε ποια θρησκευτική πίστη να επιλέξει μεταξύ του Ισλάμ, του Ιουδαϊσμού, του λατινο-φραγκικού Χριστιανισμού και του βυζαντινού Χριστιανισμού. Αφού έλαβε ενημερωτικές εκθέσεις ότι οι Μουσουλμάνοι του Βόλγα δεν είχαν έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής και ήταν βυθισμένοι στη θλίψη, και ότι, γενικώς, το Ισλάμ απαγορεύει την κατανάλωση αλκοόλ και χοιρινού, απέρριψε το Ισλάμ, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η πόση αλκοολούχων ποτών αποτελούσε μια σημαντική απόλαυση για τους Ρως. Ο Βλαδίμηρος Α´ άκουσε προσεκτικά τους ιουδαίους, πιθανόν Χαζάρους, που τον επισκέφθηκαν για να τον προσηλυτίσουν στον Ιουδαϊσμό, και, αφού συζήτησε μαζί τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφού οι ιουδαίοι έχασαν την Ιερουσαλήμ, είχαν πλέον χάσει τη θεία εύνοια, και, με αυτό το σκεπτικό, απέρριψε τον Ιουδαϊσμό. Οι αναφορές που έλαβε ο Βλαδίμηρος Α´ από τους απεσταλμένους του στη Γερμανία τον πληροφόρησαν ότι δεν υπήρχε κάλλος στις εκκλησίες της λατινο-φραγκικής Δύσης, ενώ οι απεσταλμένοι του στην Κωνσταντινούπολη, αφού επισκέφθηκαν τον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας (ο οποίος εγκαινιάστηκε το έτος 537 επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α´) και γνώρισαν τον βυζαντινό πολιτισμό, τον πληροφόρησαν ότι το Βυζάντιο και ιδιαιτέρως η Ορθόδοξη Εκκλησία του Βυζαντίου διέθεταν απερίγραπτο και υπερκόσμιο κάλλος. Εξ ου και ο Βλαδίμηρος Α´ επέλεξε, τελικώς, τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό τού Βυζαντίου.
Ωστόσο, σε τούτο το σημείο, πρέπει να τονιστεί μια ιδιαιτερότητα και πνευματική αδυναμία της ρωσικής Ορθοδοξίας: η Ρωσία του Βλαδίμηρου Α´ και, σε μεγάλο βαθμό, η μεσαιωνική Ρωσία γενικώς υιοθέτησαν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό του Βυζαντίου χωρίς να έχουν αφομοιώσει την ελληνική φιλοσοφία η οποία αποτέλεσε το διανοητικό υπόβαθρο των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων, οι οποίοι διαμόρφωσαν τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Βυζαντίου. Εξ ου και, σε μεγάλο βαθμό, τόσο οι ρωσικές ελίτ όσο και ο ρωσικός λαός ανέπτυξαν μια ορθόδοξη χριστιανική πίστη χωρίς να διαθέτουν τον κατάλληλο φιλοσοφικό λόγο και αναμειγνύοντας την ορθόδοξη χριστιανική πίστη που παρέλαβαν από τους Βυζαντινούς με δεισιδαιμονίες και με αλλότρια στοιχεία του ευρασιατικού μυστικισμού, γεγονός στο οποίο συνέβαλε επίσης η παρουσία τουρανικών και μογγολικών στοιχείων μέσα στη ρωσική κοινωνία. Επίσης, στο πλαίσιο της νεοτερικότητας, ένα δυτικόστροφο τμήμα των ρωσικών ελίτ προσπάθησε να καλύψει το φιλοσοφικό έλλειμμα της Ρωσίας μέσω φιλοσοφικών ρευμάτων της δυτικής Ευρώπης, συνεχίζοντας να αγνοεί ουσιαστικώς την ελληνική φιλοσοφική παράδοση.
Αντιμέτωπος με τα προαναφερθέντα ιστορικά δεδομένα, στον δέκατο ένατο αιώνα, ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης Φιόντορ Ντοστογιέφσκι εμμέσως πλην σαφώς αποφάνθηκε ότι ο ρωσικός λαός («ναρόντ») δεν είχε ακόμη καταλήξει σε μια συνειδητή επιλογή αναφορικώς με τον ορθόδοξο Χριστό, και ότι, συνεπώς, καθώς δεν είχε ένα σαφές, συνειδητό όραμα περί του ιστορικού του πεπρωμένου, ο ρωσικός λαός μπορούσε ακόμη «να ρίξει τον εαυτό του ―αναμένοντας και αναζητώντας αυτό [το ιστορικό του πεπρωμένο]― στις πιο τερατώδεις παρεκκλίσεις και στους πιο τερατώδεις πειραματισμούς» (το προαναφερθέν απόσπασμα παρατίθεται στο εξής σύγγραμμα: Irene Masing-Delic, Exotic Moscow under Western Eyes, Boston: Academic Studies Press, σελ. 99, σύμφωνα με το παράθεμα του Ντοστογιέφσκι που περιλαμβάνεται στην εξής ρωσική έκδοση: Boris Vysheslavtsev, «Russkaia stikhiia u Dostoevskogo», στο F. M. Dostoevskii 1881–100–1981, London: Overseas Publications Interchange Limited, 1981, σελ. 119). Ωστόσο, στον εικοστό αιώνα, το προαναφερθέν κενό και την προαναφερθείσα απόκλιση μεταξύ της ρωσικής ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης και της ρωσικής φιλοσοφίας μελέτησε και προσπάθησε συστηματικώς να καλύψει ο εμβριθής και πολυγραφότατος Ρώσος θεολόγος και πρωτοπρεσβύτερος Ζορζ Βασίλιεβιτς Φρολόρφσκι (Georges Vasilievich Florovsky, 1893–1979), ο οποίος διετέλεσε επί μακρόν καθηγητής της Πατερικής Θεολογίας στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου (Institut de Théologie Orthodoxe Saint-Serge), στο Παρίσι.
Η αντιπαράθεση μεταξύ των Ρώσων και των Μογγόλων για την επικράτηση στην Ευρασία
Η Μογγολική Αυτοκρατορία ιδρύθηκε στις αρχές του δεκάτου τρίτου αιώνα μ.Χ. από τον Μογγόλο φύλαρχο Τεμουτζίν, ο οποίος, αφού ένωσε όλες τις μογγολικές φυλές, αναγνωρίστηκε και επιβλήθηκε ως ο «Τζένγκις Χαν», που σημαίνει «καθολικός κυβερνήτης» (βλ. David Morgan, The Mongols, second edition, Oxford: Blackwell, 2007). Ο Τζένγκις Χαν κατόρθωσε να κατακτήσει και να ενώσει υπό την εξουσία του τον κυριότερο όγκο της Ευρασίας. Εισήγαγε μια νέα πολιτική ιδεολογία στην Ευρασία, συγκεκριμένα, την πεποίθηση ότι ο Τζένγκις Χαν και η δυναστεία του ήταν αποδέκτες μιας θείας δωρεάς. Γι’ αυτόν τον λόγο, από τότε και για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κατάκτηση της εξουσίας στην Ευρασία ήταν συναρτημένη με την ύπαρξη κάποιας σχέσης μεταξύ του εκάστοτε επίδοξου ηγεμόνα και του Τζένγκις Χαν. Ακόμη και οι Οθωμανοί σουλτάνοι έβλεπαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους του Τζένγκις Χαν, και προέβαλλαν σχετικούς ισχυρισμούς. Όλες οι ιστορικές πηγές εκείνης της εποχής, τόσο οι αραβικές όσο και οι σλαβικές, περιγράφουν με δραματικούς τόνους τη βιαιότητα και την καταστροφικότητα των Μογγόλων, καθώς και τον φόβο που ενέπνεε, τόσο σε Άραβες όσο και σε Σλάβους, η επεκτατική πολιτική των Μογγόλων. Ωστόσο, στις περιοχές που κατακτούσαν οι Μογγόλοι, αφού προέβαιναν σε σφαγές και λεηλασίες, και έπαιρναν δούλους, επέβαλλαν ένα καθεστώς σχετικώς ελεύθερου εμπορίου (απηχώντας, άλλωστε, τη νοοτροπία των νομάδων), ενθάρρυναν τις συναλλαγές και, γενικώς, την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών λαών, και επιδείκνυαν μια μορφή θρησκευτικής ανοχής, η οποία υπαγορευόταν κυρίως από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις που καλλιεργούσαν έναν ιδιόμορφο φόβο απέναντι στην εξουσία των θρησκευτικών ηγετών και από σαμανιστικές δοξασίες.
Ο Σαμανισμός είναι ένα μαγικο-θρησκευτικό σύστημα που βασίζεται στην έκσταση και στην προσπάθεια κατανόησης των αρχών του κόσμου, της γης και των ζώων. Οι σαμάνοι, παραδοσιακώς, εκπληρώνουν τον ρόλο του ιερέα, του μάγου, ή του θεραπευτή. Ο μογγολικός Σαμανισμός, ειδικώς, είναι γνωστός με το όνομα Τενγκερισμός (Tengerism), και είναι επικεντρωμένος στη λατρεία των «τένγκρι» (θεοτήτων) και του ύψιστου «Τένγκερ», ο οποίος αντιστοιχεί στον Ουρανό (Θεός του Ουρανού). Το Μαυσωλείο του Τζένγκις Χαν, στην πόλη Όρντος, στην Εσωτερική Μογγολία, αποτελεί ένα σημαντικό κέντρο του μογγολικού Σαμανισμού.
Η ποιότητα της αντίληψης των Μογγόλων περί θρησκευτικής ανοχής υποδηλώνεται από το εξής γεγονός: το 1258, ο Μογγόλος στρατηγός Χουλάγκου Χαν εισέβαλε στη Βαγδάτη, που ήταν η πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αβασιδών. Οι Μογγόλοι είχαν μια μικρή γνώση περί του Ισλάμ και περί του αξιώματος του χαλίφη (διαδόχου του προφήτη Μωάμεθ). Επειδή, λοιπόν, οι Μογγόλοι είχαν την άποψη ότι ο χαλίφης έχει κάποια ιδιόμορφη σχέση με τη σφαίρα του θείου, δεν ήθελαν να χύσουν το αίμα του στη γη. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Μογγόλοι τύλιξαν τον χαλίφη της Βαγδάτης, ο οποίος ονομαζόταν Αλ-Μουστασίμ (Al-Musta’sim), σε χαλιά και οδήγησαν τα άλογά τους να τον ποδοπατήσουν, με το σκεπτικό ότι, αν η γη ποτιζόταν με το αίμα ενός θρησκευτικού ηγέτη και βασιλέα, θα βεβηλωνόταν, και ο Ουρανός θα τιμωρούσε τους Μογγόλους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θρησκευτική ευαισθησία των Μογγόλων, υπαγορευόμενη από δεισιδαιμονικές και σαμανιστικές δοξασίες, δεν εμπόδιζε την εκτεταμένη άσκηση στυγνής βίας από τους Μογγόλους.
Καθώς οι Μογγόλοι εξήλθαν από την Ευρασία με κατεύθυνση προς τη Μέση Ανατολή, έχοντας ενώσει μεγάλες περιοχές της Ευρασίας, της Μέσης Ανατολής, της Ρωσίας και της Κίνας σε μια ενιαία αυτοκρατορία, υπέστησαν μια καθοριστική ήττα στη Μέση Ανατολή, συγκεκριμένα, στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ, στη νοτιοανατολική Γαλιλαία, τον Σεπτέμβριο του 1260. Στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ, οι Μογγόλοι ηττήθηκαν από μια ομάδα που ονομαζόταν Μαμελούκοι. Στα αραβικά, η λέξη «μαμλούκ» σημαίνει δούλος. Οι Μαμελούκοι ήταν Μουσουλμάνοι οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στη Μέση Ανατολή από την Ευρασία, κυρίως από περιοχές της Κριμαίας, του Ευξείνου Πόντου και του Καυκάσου, και είχαν κυρίως τουρκική, αμπχαζική και γεωργιανή καταγωγή. Τα νέα αγόρια των Μαμελούκων απήγοντο, και, παρ’ ότι παρέμεναν τυπικώς δούλοι, εκπαιδεύονταν για να υπηρετήσουν ως στρατιώτες και διοικητικοί υπάλληλοι του σουλτάνου της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Αγιουβιδών. Η Δυναστεία των Αγιουβιδών ήταν κουρδικής καταγωγής, ιδρύθηκε από τον Σαλαντίν (Saladin) και εξουσίασε μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του δωδεκάτου και του δεκάτου τρίτου αιώνα. Εξ ου και, υπό τη δυναστεία των Αγιουβιδών, οι διοικητικές και οι στρατιωτικές ελίτ του Σουλτανάτου της Αιγύπτου αποτελούνταν κυρίως από Μαμελούκους, δηλαδή, από ευρασιατικούς πληθυσμούς και όχι από Αιγυπτίους. Η νίκη των Μαμελούκων επί των Μογγόλων στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ οδήγησε στη σταδιακή διάλυση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας.
Η ήττα των Μογγόλων στη Μέση Ανατολή, συγκεκριμένα, στη Μάχη του Αΐν Τζαλούτ, επέφερε τη συνολική αποδυνάμωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, η οποία άρχισε να συρρικνώνεται στην Ευρασία, σε αντιδιαστολή προς τη σταδιακή επέκταση των Ρώσων στην Ευρασία. Τον δέκατο έκτο αιώνα, ο Ρώσος Τσάρος Ιβάν Δ´ Βασίλιεβιτς (1530–84), γνωστότερος ως Ιβάν ο Τρομερός, έχοντας ενώσει όλους τους Ρώσους, και έχοντας ενθρονιστεί ως τσάρος και κυβερνήτης Πασών των Ρωσιών με πρωτεύουσα τη Μόσχα, σταθεροποίησε την εξουσία της Μόσχας επί των ρωσικών εδαφών, και επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, προσαρτώντας τα διάδοχα Χανάτα της αποκληθείσας «Χρυσής Ορδής» (δηλαδή, των τουρκομογγολικών φυλών) στον Βόλγα και κατακτώντας σταδιακώς τη Σιβηρία (η λέξη «Χανάτο» είναι τουρκομογγολική, και σημαίνει μια πολιτική οντότητα που κυβερνάται από έναν «Χαν», που είναι τίτλος πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις τουρκομογγολικές νομαδικές φυλές που ζούσαν βορείως της Κίνας, και είναι αντίστοιχος του τίτλου «βασιλέας»). Το 1582, το Χανάτο της Σιβηρίας έγινε τμήμα του Βασιλείου της Ρωσίας. Στον δέκατο όγδοο αιώνα, η Ρωσική Επικράτεια εκτεινόταν πλέον από τα ανατολικά σύνορα της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό, και, το 1721, ο Τσάρος Πέτρος Α´ ο Μέγας μετονόμασε το Βασίλειο της Ρωσίας σε Ρωσική Αυτοκρατορία.
Το ιδιόμορφο ιουδαϊκό φαινόμενο της Χαζαρίας
Το Χανάτο των Χαζάρων ήταν μια ιδιόμορφη οντότητα η οποία σχηματίστηκε βορειοανατολικώς της Κασπίας Θάλασσας, και, επί τρεις περίπου αιώνες (650–965 μ.Χ.), κυριαρχούσε στην περιοχή που εκτείνεται από τις στέπες του Βόλγα και του Ντον μέχρι την ανατολική Κριμαία και τον βόρειο Καύκασο. Οι Χάζαροι ήταν τουρκικής καταγωγής, και, τον όγδοο αιώνα, οι περισσότεροι Χάζαροι είχαν προσηλυτιστεί στην ιουδαϊκή θρησκεία. Με άλλα λόγια, η Χαζαρία ήταν ένα τουρκοϊουδαϊκό Χανάτο το οποίο, επί μακρόν, λειτούργησε ως μια ουδέτερη ζώνη (buffer zone) μεταξύ της χριστιανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της αραβοϊσλαμικής Αυτοκρατορίας των Ομεϊάδων και των νομάδων των βορείων στεπών. Επίσης, οι Βυζαντινοί είχαν χρησιμοποιήσει τους Χαζάρους για να υπονομεύσουν την περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Όμως, το 900 μ.Χ., οι Βυζαντινοί έπαυσαν να συνεργάζονται με τους Χαζάρους, και ενθάρρυναν τους Αλανούς (μια συνομοσπονδία φυλών περσικής καταγωγής) να επιτεθούν εναντίον των Χαζάρων, καθώς πλέον οι Βυζαντινοί επιδίωκαν να συνάψουν μια συμμαχία με την ανερχομένη δύναμη των Ρως βορείως της Χαζαρίας, και οι Ρως, έχοντας προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό από τους Βυζαντινούς, επιδίωκαν να εκχριστιανίσουν τους Χαζάρους. Τελικώς, μεταξύ των ετών 965 και 969, ο ηγεμόνας των Ρως του Κιέβου, Σβιατοσλάβος Α´, κατέλαβε την πρωτεύουσα Ατίλ της Χαζαρίας, και κατέλυσε το κράτος των Χαζάρων. Η διασπορά των Χαζάρων ιουδαίων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μετέπειτα Ασκεναζιτών ιουδαίων (όπως αποκαλούνται οι ιουδαίοι της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης γενικώς) και ιδιαιτέρως της ρωσοϊουδαϊκής κοινότητας.
Ρωσία, Ισλάμ και Τούρκοι
Τον έκτο αιώνα μ.Χ., οι Άραβες που ζούσαν στην Αραβική Χερσόνησο ήταν κυρίως Βεδουίνοι (δηλαδή, νομάδες που έβοσκαν καμήλες), πολυθεϊστές και οργανωμένοι σε πατριαρχικές κοινωνίες υπό τη διοίκηση τοπικών αρχηγών, που ονομάζονταν σεΐχηδες. Επίσης, είχαν στα χέρια τους το εμπόριο της περιοχής, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό, διότι, παρά την ύπαρξη της ερήμου, η Αραβία αποτελούσε το κύριο πέρασμα του εμπορίου από την Κίνα και την Ινδία στην Ευρώπη. Εξ ου και πολλές αραβικές φυλές είχαν πλουτίσει μέσω της διαχείρισης καραβανιών, του εμπορίου καμηλών και της ενοικίασης χώρων διανυκτέρευσης σε ταξιδιώτες.
Το Ισλάμ γεννήθηκε στη δυτική περιοχή της Αραβικής Χερσονήσου από τον προφήτη Μωάμεθ ιμπν Αμπτάλα (571–632 μ.Χ.), ο οποίος, έως τον θάνατό του, είχε κατορθώσει να δημιουργήσει το πρώτο ισλαμικό κράτος, το οποίο εκτεινόταν στη δυτική περιοχή της Αραβικής Χερσονήσου. Ο Μωάμεθ ήταν καμηλιέρης, και ταξίδεψε εκτενώς στην Αραβία, φθάνοντας μέχρι τις παρυφές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο Μωάμεθ ήλθε από νωρίς σε επαφή με τους μεγάλους μονοθεϊστικούς πολιτισμούς των Βυζαντινών, των Περσών, αλλά και των Εβραίων, καθώς υπήρχαν διάφορες εβραϊκές κοινότητες ακόμη και μέσα στην Αραβία.
Ο Μωάμεθ διαλογιζόταν συχνά στην έρημο, αναζητώντας ένα όραμα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία θα ήταν πιο πνευματική και πιο δίκαιη, και θα είχε λιγότερη κακία και λιγότερους ανταγωνισμούς από ό,τι η αραβική κοινωνία στην οποία ζούσε. Μια ημέρα κατά την οποία διαλογιζόταν, συνέλαβε ένα τέτοιο όραμα το οποίο απέδωσε σε αποκάλυψη που του έκανε ο Θεός, και έκτοτε άρχισε να κηρύττει ένα μήνυμα ευσέβειας, μονοθεϊσμού και δικαιοσύνης το οποίο έλεγε ότι του υπαγόρευε άγγελος του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συντάχθηκε το Κοράνιο (που στα αραβικά, κατά κυριολεξία, σημαίνει «απαγγελία» και «συλλογή» κειμένων) και, γενικώς, διαμορφώθηκε η θρησκεία του Ισλάμ (που στα αραβικά, κατά κυριολεξία, σημαίνει «υποταγή στον Θεό»).
Το Ισλάμ κηρύσσει έναν αυστηρό μονοθεϊσμό, αναγνωρίζει τη μωσαϊκή Τορά (Πεντάτευχο) διδάσκοντας ότι ο Μωάμεθ ήταν ο τελευταίος μιας σειράς προφητών που αρχίζει από την Τορά (Κοράνιο 33:40), αναγνωρίζει την Καινή Διαθήκη (στα αραβικά, «ιντζίλ», που σημαίνει ευαγγελισμός), διδάσκει ότι ο Ιησούς ο υιός της Παρθένου Μαρίας ήταν ο αληθής Μεσσίας, αλλά αρνείται ότι ήταν ο κυριολεκτικός μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, απορρίπτοντας το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα της Αγίας Τριάδας και ομοιάζοντας ως προς αυτό το θέμα με τη χριστολογία του Αρειανισμού, καταδικάζει εκείνους τους ιουδαίους που ζήτησαν τη σταύρωση του Ιησού, και διδάσκει ότι ο Αλλάχ (Θεός) έστειλε πίσω την ψυχή τού Ιησού στο σώμα της μετά από τον φαινομενικό του θάνατο στον σταυρό, και ότι ο Αλλάχ εξύψωσε τον Ιησού «στον Ίδιο τον Εαυτό Του και δοξάστηκε ο Αλλάχ εν Ισχύ και Σοφία», όπως διαβάζουμε στο Κοράνιο, al-Nisa 4:158 (ο θεολόγος και πρωτοπρεσβύτερος Άρειος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις αρχές του τετάρτου αιώνα μ.Χ., και υποστήριζε ότι ο Μεσσίας Ιησούς δεν ήταν «κατά φύση» και «κατ’ ουσία» αληθής Θεός, ούτε «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Θεό-Πατέρα, αλλά ένα τέλειο κτίσμα του Θεού-Πατέρα). Επί πλέον, το Ισλάμ περιλαμβάνει μια σειρά ηθικών εντολών που καλύπτουν όλο το φάσμα της προσωπικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής των ανθρώπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Κοράνιο, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν η «σαρία» (δηλαδή, το θρησκευτικό δίκαιο) των Μουσουλμάνων, η σαρία των χριστιανών και η σαρία των ιουδαίων, απαγορεύει την επιβολή της μιας σαρία επάνω στην άλλη ως ασέβεια (βλ. Imran Nazar Hosein, Methodology for the Study of the Qur’an, 2020).
Ο αραβικός όρος «χαλίφης» σημαίνει τον «δεύτερο τη τάξει», αυτόν που ακολουθεί, και, συγκεκριμένα, κάποιον ο οποίος έχει όλες της εξουσίες και αρμοδιότητες που είχε ο προφήτης Μωάμεθ, ως ο θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των Μουσουλμάνων, εκτός από την ιδιότητα του προφήτη. Υπό τη διοίκηση των πρώτων τεσσάρων χαλιφών (διαδόχων του προφήτη Μωάμεθ), μεταξύ των ετών 632 και 661 μ.Χ., το Ισλάμ εξαπλώθηκε και σταδιακώς κατέλαβε μια περιοχή που περιλάμβανε τη βόρεια Αφρική (συγκεκριμένα, μια περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκονται η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Τυνησία, η Αλγερία και το Μαρόκο), τη Μέση Ανατολή (συγκεκριμένα, μια περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκονται το Ισραήλ, η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν) καθώς και μια περιοχή της Ευρασίας που εκτείνεται στη δυτική πλευρά της Κασπίας Θάλασσας μέχρι τον βόρειο Καύκασο και σήμερα ανήκει στη Ρωσική Ομοσπονδία. Έτσι, περί τα μέσα του εβδόμου αιώνα μ.Χ., το Ισλάμ, επεκτεινόμενο από τη Μέση Ανατολή στην Ευρασία και, συγκεκριμένα, καταλαμβάνοντας την πόλη Ντερμπέντ (στο Νταγκεστάν της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας), όχι μόνο κατοχύρωσε την παρουσία του σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως ο ρωσικός γεωπολιτικός χώρος, αλλά και λειτούργησε ως ένας παράγοντας διασύνδεσης μεταξύ της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής. Εξ ου και η ιστορία της Ρωσίας είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του Ισλάμ, και η εγκατάσταση του Ισλάμ στη Ρωσία έλαβε χώρα πριν καν η Ρωσία συγκροτηθεί σε ένα εθνικώς διακριτό και ανεξάρτητο ιστορικό υποκείμενο.
Η διάσπαση του Ισλάμ σε Σουνίτες και Σιίτες
Η λέξη «σουνίτης» (Sunni) προέρχεται από τη λέξη «σούνα» (Sunnah), που σημαίνει «παράδοση» ή «τρόπος», και αναφέρεται στα ηθικά παραδείγματα που έθεσε ο προφήτης Μωάμεθ, ενώ η λέξη «σιίτης» (Shia) προέρχεται από τη φράση «σιάτου Αλί» («shi’atu Ali»), που σημαίνει ακόλουθοι/οπαδοί του Αλί, ή κόμμα του Αλί. Η διαίρεση του Ισλάμ αφορά στο ποιος θα έπρεπε να διαδεχθεί τον Μωάμεθ, μετά από τον θάνατό του το 632 μ.Χ., στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας: οι σιίτες πιστεύουν ότι οι ηγέτες του Ισλάμ θα έπρεπε να είναι μέλη της οικογένειας του Μωάμεθ και, συγκεκριμένα, απόγονοι του Μωάμεθ, ενώ οι σουνίτες πιστεύουν ότι οι ηγέτες του Ισλάμ δεν θα έπρεπε να είναι κατ’ ανάγκη απόγονοι του Μωάμεθ.
Το 632 μ.Χ., μετά από τον θάνατο του Μωάμεθ, ο τίτλος του χαλίφη (δηλαδή του αρχηγού της μουσουλμανικής κοινότητας) δόθηκε στον Αμπού Μπακρ (Abu Bakhr), έναν πεθερό τού Μωάμεθ. Οι τρεις επόμενοι χαλίφες ήταν ο Ουμάρ (Umar), ο οποίος αναφέρεται και ως Ομάρ (Omar), ο Ουθμάν ιμπν Αφάν (Uthman ibn Affan), ο οποίος αναφέρεται και ως Οσμάν (Osman), και ο Αλ-Χουσεΐν Αλί ιμπν Αμπί Τάλιμπ (Al-Husayn Ali ibn Abi Talib). Σύμφωνα με τους σουνίτες, αυτοί οι τέσσερεις πρώτοι χαλίφες θεωρούνται οι «ρασιντούν» χαλίφες, δηλαδή, οι ορθώς καθοδηγημένοι. Από την άλλη πλευρά, οι σιίτες θεωρούν τους τρεις πρώτους από τους προαναφερθέντες χαλίφες σφετεριστές, και πιστεύουν ότι ο Αλί θα έπρεπε να είχε γίνει χαλίφης αμέσως μετά από τον θάνατο του Μωάμεθ. Ο Αλί, ο οποίος ήταν εξάδελφος και γαμβρός του Μωάμεθ, κυβέρνησε ως τέταρτος χαλίφης από το 651 έως το 661 μ.Χ., αλλά οι σιίτες θεωρούν ότι είναι ο κανονικός άμεσος διάδοχος του Μωάμεθ, ως ιμάμης (δηλαδή, προϊστάμενος της προσευχής στο τζαμί), και υποστηρίζουν ότι ο Αλί ήταν ο πρώτος ιμάμης από το 632 έως το 661 μ.Χ.
Το 656 μ.Χ., μετά από τη δολοφονία του Ουθμάν ιμπν Αφάν, του τρίτου χαλίφη, ο Αλί επιλέχθηκε από την κοινότητα των Μουσουλμάνων για να γίνει χαλίφης. Αυτό το γεγονός πυροδότησε τον πρώτο μουσουλμανικό εμφύλιο πόλεμο: μετά από τη δολοφονία του Ουθμάν, ένας από τους συγγενείς του και μέλος της φυλής των Ομεϊάδων (Umayyad), ο Μουαουίγια (Muawiya), ο οποίος ήταν ο κυβερνήτης της Συρίας, δυσαρεστήθηκε με την άνοδο του Αλί στην εξουσία, και σχημάτισε την άποψη ότι ο Αλί δεν προσπαθούσε αρκετά για να βρει και να οδηγήσει τους δολοφόνους τού Ουθμάν στη δικαιοσύνη. Συνεπώς, ο Μουαουίγια αρνήθηκε να αποδεχθεί τον Αλί ως χαλίφη.
Λέγεται ότι, όταν του ζητήθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα να γίνει ο νέος χαλίφης, ο Αλί ορκίστηκε και προειδοποίησε ότι θα εξαπέλυε μια ασυμβίβαστη εκστρατεία εναντίον της οικονομικής διαφθοράς και των άδικων προνομίων που είχαν αναδυθεί στους κόλπους του χαλιφάτου. Οι σιίτες ισχυρίζονται ότι η αποφασιστικότητα με την οποία ο Αλί επιδίωκε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις του προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των μουσουλμανικών ελίτ και οδήγησε τελικώς στη σύγκρουση του Αλί με τους πλούσιους και προνομιούχους παλαιούς συντρόφους τού Μωάμεθ. Το 661 μ.Χ., ο Αμπντ αλ-Ραχμάν ιμπν Μουλτζάμ αλ-Μουραντί (Abd al-Rahman ibn Muljam al-Muradi) δολοφόνησε τον Αλί την ώρα που ο Αλί έκανε την πρωινή προσευχή του. Ο δολοφόνος του Αλί ήταν μέλος των Χαριζιτών, οι οποίοι είχαν αποστατήσει από τον στρατό του Αλί διαμαρτυρόμενοι εναντίον της απόφασης του Αλί, μετά από μια περίοδο αιματηρών συγκρούσεων, να διαπραγματευθεί τελικώς το ζήτημα της ηγεσίας της μουσουλμανικής κοινότητας με τον Μουαουίγια. Οι σιίτες τιμούν τον Αλί ως τον μάρτυρα των μαρτύρων και ως ένα σύμβολο του αγώνα των Μουσουλμάνων εναντίον της καταπίεσης, της αδικίας και των τυραννικών καθεστώτων.
Σουφισμός
Ο Σουφισμός είναι ένα αραβοπερσικό σύστημα ισλαμικού μυστικισμού, του οποίου ιδρυτής θεωρείται ο Μαρούφ Κάρχι (Maruf Karkhi), ο οποίος ήταν περσικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Βαγδάτη περίπου στη δεκαετία του 750 μ.Χ. και καταγόταν από χριστιανική οικογένεια. Ο όρος «Σουφισμός» προέρχεται από την αραβική λέξη «σουφ», που σημαίνει «μάλλινο ένδυμα», και, ειδικότερα, αναφέρεται στη συνήθεια εκείνων οι οποίοι ήταν μυημένοι στις σουφικές διδασκαλίες να ενδύονται με έναν ιερό μάλλινο μανδύα που συμβόλιζε την αφιέρωσή τους στον μυστικισμό.
Ο τελικός σκοπός του ανθρώπου ο οποίος είναι μυημένος στον Σουφισμό είναι η αναγωγή του στη θεία μακαριότητα, η πλήρης υπέρβαση της συνείδησης του εγώ και η αφομοίωσή του και η συντήρησή του μέσα στον Θεό. Σύμφωνα με τις σουφικές διδασκαλίες, για να επιτύχει κάποιος αυτόν τον υπαρξιακό στόχο, πρέπει να διέλθει από δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ονομάζεται «μακαμάτ» («maqamat»), που στα αραβικά σημαίνει «στάδια». Σε αυτό το επίπεδο, μπορεί να φθάσει κάποιος μέσω της ατομικής του προσπάθειας, της άσκησης στην αυταπάρνηση και ορισμένων πνευματικών ασκήσεων, όπως η καλλιέργεια ενός αισθήματος απόλυτης και αμέριμνης εμπιστοσύνης στον Θεό, η καλλιέργεια της υπομονής κ.ά. Κοινό χαρακτηριστικό των «σταδίων» που συγκροτούν το πρώτο επίπεδο της πνευματικής εξέλιξης ενός σούφι είναι η προσπάθεια εξαγνισμού της βούλησης και της πράξης, προκειμένου ο σούφι να καταστείλει το ατομικό εγώ του και την προσκόλληση προς τα επίγεια πράγματα και τα πάθη για να μπορέσει να μεταβεί στο επόμενο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης. Το δεύτερο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης από το οποίο πρέπει να διέλθει ο σούφι για να επιτύχει τον τελικό υπαρξιακό στόχο του ονομάζεται «αχουάλ» («ahwal»), που στα αραβικά σημαίνει «καταστάσεις». Σύμφωνα με τον Σουφισμό, οι «καταστάσεις» του δευτέρου σταδίου πνευματικής εξέλιξης του σούφι αποτελούν θεία δώρα, δηλαδή, είναι προϊόντα της θείας χάρης και όχι ατομικά επιτεύγματα του σούφι. Αυτές οι «αχουάλ» (καταστάσεις) περιλαμβάνουν τα εξής βιώματα: ένα αίσθημα χαράς ή φόβου (ανάλογα με το ποια όψη του Θεού έχει φανερωθεί στον σούφι), το οποίο ονομάζεται κατάσταση «θέασης» («μουρακάμπα»)· ένα αίσθημα απώλειας της συνείδησης των ατομικών πράξεων και απόλυτης συγκέντρωσης στις πράξεις του Θεού, το οποίο ονομάζεται κατάσταση «εγγύτητας» («κουρμπ»)· μια κατάσταση έκστασης («ουάζντ»)· ένα αίσθημα σύνδεσης με τον Θεό το οποίο εμποδίζει κάποιον να έχει πλήρη επαφή με το περιβάλλον του και ονομάζεται κατάσταση νάρκωσης («σουκρ»)· και ένα αίσθημα δέους προς τον Θεό συνδυασμένο με ένα αίσθημα παρουσίας του Θεού στην καρδιά, το οποίο ονομάζεται κατάσταση αμεσότητας («ουντ»).
Αρχικώς, η διδασκαλία του Σουφισμού αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη και καχυποψία από την πλειοψηφία της μουσουλμανικής κοινότητας, αλλά, από τον ενδέκατο αιώνα μ.Χ. και μετά, κυρίως εξαιτίας του έργου του Πέρση φιλοσόφου, θεολόγου, νομικού και μυστικιστή σουνίτη Αλ-Γκαζάλι (Al-Ghazali), ο Σουφισμός εξελίχθηκε σε ένα από τα κύρια ρεύματα της ισλαμικής θεολογίας και, σταδιακώς, οργανώθηκε σε διάφορα επιμέρους σουφικά Τάγματα.
Ο τουρκικός παράγοντας και η Οθωμανική Αυτοκρατορία
Τα παλαιότερα αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία που διαθέτουμε για την ύπαρξη και την ιστορική δράση του τουρκικού λαού ανάγονται στον έβδομο αιώνα μ.Χ., και υποδηλώνουν ότι η κοιτίδα του τουρκικού πολιτισμού ήταν η Λίμνη Βαϊκάλη, στη νότια Σιβηρία (πλησίον στη σημερινή Μογγολία), όπου έχουν βρεθεί τουρκογενείς ρουνικές επιγραφές (οι λεγόμενοι «Ορχονικοί Ρούνοι», που έχουν λάβει την ονομασία τους από την κοιλάδα Ορχόν της Μογγολίας). Ένα μέρος των τουρκικών νομάδων συνέχισε να μετακινείται εντός της Ευρασίας και κατευθύνθηκε βορειοδυτικώς της Κασπίας Θάλασσας, εισβάλλοντας ακόμη και στην κεντρική Ευρώπη, ενώ ένα άλλο μέρος των τουρκικών νομάδων κατευθύνθηκε προς τη Μέση Ανατολή εισβάλλοντας πρώτα στο Ιράν. Οι Τούρκοι γνώρισαν για πρώτη φορά το Ισλάμ και, τελικώς, το ασπάστηκαν στο Ιράν. Εξ ου και πολλές από τις λέξεις που οι Τούρκοι χρησιμοποιούν στο πλαίσιο του Ισλάμ είναι περσικής, και όχι αραβικής, προέλευσης (για παράδειγμα, ενώ, στα αραβικά, η προσευχή λέγεται «σαλάχ», οι Τούρκοι χρησιμοποιούν την αντίστοιχη περσική λέξη, που είναι «ναμάζ»). Στη συνέχεια, διά μέσου του Ιράν, οι Τούρκοι, έχοντας πλέον εξισλαμιστεί και δεχθεί σημαντικές επιδράσεις από τον περσικό πολιτισμό, κατευθύνθηκαν προς την Ανατολία (σημερινή ανατολική Τουρκία), η οποία τότε ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 1071, στη Μάχη του Μαντζικέρτ, πλησίον της Λίμνης Βαν, οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς. Αυτό το γεγονός θεωρείται ότι αποτελεί την απαρχή του εκτουρκισμού της Ανατολίας, αφού η νίκη των Σελτζούκων Τούρκων στη Μάχη του Μαντζικέρτ επέτρεψε στους Τούρκους φυλάρχους να εισβάλλουν στην Ανατολία και, σταδιακώς, να την κατακτήσουν ολόκληρη.
Όταν οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Μέση Ανατολή, εκτός από το ότι κατέλαβαν τη Βαγδάτη (1258), κατέστρεψαν και κατέλαβαν επίσης τις ηγεμονίες των Σελτζούκων Τούρκων στην Ανατολία (1243–1335). Η οθωμανική δυναστεία των Τούρκων ιδρύθηκε στη δυτική Ανατολία, το 1299, από τον Σουλτάνο Οσμάν Α´. Στον δέκατο τέταρτο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως μια βαλκανική, παρά μεσανατολική, αυτοκρατορία, καθώς εκτεινόταν κυρίως στη δυτική Ανατολία και στην περιοχή της ανατολικής και της νότιας Βαλκανικής Χερσονήσου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε μια μεγάλη δύναμη του διεθνούς συστήματος της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής μετά από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (υπό τον Σουλτάνο Μεχμέντ Β´), το 1453, και μετά από τη σταδιακή επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ολόκληρη την Ανατολία και στη Μέση Ανατολή. Η κορύφωση της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα κατά τη χρονική περίοδο που σε αυτήν βασίλευε ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α´ ο Μεγαλοπρεπής, δηλαδή, κατά τη χρονική περίοδο 1520–66. Ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α´ ο Μεγαλοπρεπής διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του θεσμικού συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και, γι’ αυτόν τον λόγο, έγινε γνωστός μεταξύ των Τούρκων και ως ο «Κανουνί», που, στα τουρκικά, σημαίνει νομοθέτης (από την ελληνική λέξη «κανόνας»).
Στον δέκατο έκτο αιώνα, ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α´ ο Μεγαλοπρεπής σηματοδότησε την κορύφωση του οθωμανικού μεγαλείου, αλλά συγχρόνως έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από ένα σημείο και πέρα, κουρασμένος από εκστρατείες και διοικητικά καθήκοντα, ο Σουλεϊμάν άρχισε να αποσύρεται όλο και περισσότερο από τις δημόσιες υποθέσεις προκειμένου να απολαύσει ηδονές, μεταξύ των οποίων και το χαρέμι του, μεταβιβάζοντας όλο και μεγαλύτερες πολιτικές ευθύνες στον μέγα βεζίρη (αναπληρωτή του και πρωθυπουργό). Όμως, παρ’ ότι ο μέγας βεζίρης διέθετε την τυπική πολιτική νομιμοποίηση για να αντικαθιστά τον σουλτάνο, δεν διέθετε την ανάλογη ουσιαστική πολιτική αποδοχή εκ μέρους των κοινωνικών τάξεων και των επιμέρους ομάδων δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνεπακόλουθη διάκριση μεταξύ πολιτικής νομιμοφροσύνης και κεντρικής εξουσίας υπονόμευσε την ικανότητα της οθωμανικής κυβέρνησης να επιβάλλει τη θέλησή της.
Επί πλέον, από τα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα και μετά, ο οθωμανικός θεσμός του «παιδομαζώματος» («ντεβσιρμέ») απέκτησε πολύ μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη. Το παιδομάζωμα ήταν μια οθωμανική πρακτική η οποία συνίστατο στην απαγωγή νέων αγοριών, κυρίως χριστιανών των Βαλκανίων, με σκοπό την ανατροφή τους ως στρατιωτών ή διοικητικών στελεχών των υπηρεσιών του Οθωμανού σουλτάνου. Συγκεκριμένα, από τα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα και μετά, ο οθωμανικός θεσμός του «παιδομαζώματος» υπερέβη σε δύναμη την τουρκική αριστοκρατία, και πολλά από τα τιμάρια που προηγουμένως ανήκαν σε μέλη της τουρκικής αριστοκρατίας, η οποία συντηρούσε το οθωμανικό ιππικό, κατελήφθησαν από γενίτσαρους, οι οποίοι τα μετέτρεψαν σε μεγάλα ιδιωτικά τσιφλίκια. Η προαναφερθείσα εξέλιξη είχε ως συνέπειες, πρώτον, να στερείται το οθωμανικό κράτος υπηρεσίες και έσοδα που θα μπορούσε να καρπώνεται αν τα τσιφλίκια των γενίτσαρων αποτελούσαν φορολογήσιμα αγροκτήματα και, δεύτερον, να αποδυναμωθεί η τάξη των σπαχήδων (παραδοσιακών μελών του οθωμανικού ιππικού). Επειδή οι σουλτάνοι δεν μπορούσαν πλέον να επιβάλλουν μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του θεσμού του παιδομαζώματος και της παραδοσιακής τουρκικής αριστοκρατίας, η τάξη του παιδομαζώματος χρησιμοποιούσε την κυβέρνηση προς ίδιον όφελος, δημιούργησε ένα δικό της δίκτυο διαφθοράς, και, σταδιακώς, διασπάστηκε σε επιμέρους ομάδες συμφερόντων, καθεμιά από τις οποίες δημιουργούσε τη δική της ομάδα πίεσης (λόμπι) μέσα στα οθωμανικά ανάκτορα.
Επί πλέον των προαναφερθέντων, ένας ακόμη λόγος που συνέβαλε αποφασιστικώς στην παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του δεκάτου έκτου και του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι σοβαρές οικονομικές δυσκολίες άρχισαν στα τέλη του δεκάτου έκτου αιώνα, όταν οι Ολλανδοί και οι Βρετανοί έκλεισαν εντελώς τις παλαιές οδούς του διεθνούς εμπορίου διά μέσου της Μέσης Ανατολής, προκαλώντας την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου στις οθωμανικές επαρχίες της Μέσης Ανατολής. Η οθωμανική οικονομία επλήγη περαιτέρω από την άνοδο του πληθωρισμού, η οποία προκλήθηκε, πρώτον, λόγω της αύξησης της εισροής πολύτιμων μετάλλων στην Ευρώπη από την Αμερική και, δεύτερον, λόγω της αύξησης της εμπορικής ανισορροπίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Τέλος, τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες στις οποίες βρέθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον δέκατο έκτο και στον δέκατο έβδομο αιώνα επιδείνωσε η έκρηξη κοινωνικών αναταραχών στο εσωτερικό της. Εκείνες οι κοινωνικές αναταραχές οφείλονταν τόσο στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στη σταδιακή εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας μεταξύ των υπόδουλων εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1681, καθώς ο οθωμανικός στρατός παρέμενε ακόμη ισχυρός, ο Μέγας Βεζίρης Μερζιφονλού Καρά Μουσταφά Πασά (Merzifonlu Kara Mustafa Paşa) εκστράτευσε εναντίον της κεντρικής Ευρώπης, και, το 1683, πολιόρκησε τη Βιέννη. Το εγχείρημά του σύντομα αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε το εύθραυστο υπόβαθρο της οθωμανικής δύναμης, και όχι μόνο οδήγησε σε ήττα των Οθωμανών από τους αμυνόμενους Ευρωπαίους αλλά και προκάλεσε την οικοδόμηση μιας μεγάλης ευρωπαϊκής συμμαχίας η οποία αποφάσισε να επιφέρει τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του δεκάτου ογδόου αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προέκυψε το Ανατολικό Ζήτημα, όπως έχει αποκληθεί η διαχείριση της παρακμής και της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ μέρους των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων εκείνης της εποχής, οι οποίες ήταν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Αυστροουγγαρία, η Πρωσία και η Ρωσική Αυτοκρατορία.
Δρ. Νικόλαος Λάος
Bιογραφικό σημείωμά:
Ο Νικόλαος Λάος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι ένας κοινωνικός διανοούμενος με σπουδές στα μαθηματικά, στη φιλοσοφία, στην πολιτική οικονομία και στη νοοπολιτική (Noopolitik). Εξέθεσε μια συνθετική θεώρηση των μαθηματικών και της φιλοσοφίας στη διατριβή που συνέταξε (υπό την εποπτεία του καθηγητή και ακαδημαϊκού Th. M. Rassias) στο Τμήμα Μαθηματικών του University of La Verne (Καλιφόρνια) και εκδόθηκε με τον τίτλο Topics in Mathematical Analysis and Differential Geometry από τον εκδοτικό οίκο World Scientific το 1998 καθώς και σε άλλα βιβλία του. Η πολυδιάστατη καταστασιακή και, γενικώς, ιστορική επίγνωση που τον χαρακτηρίζει έχει ενισχυθεί από το επαγγελματικό του υπόβαθρο ως εταίρου της ιδιωτικής εταιρείας πολιτικών και οικονομικών πληροφοριών και αναλύσεων R-Techno International Ltd (Μόσχα), ως διδάκτορα φιλοσοφίας της Academia Teológica de San Andrés της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (Βερακρούζ, Μεξικό) και ως συμβούλου νοοπολιτικής και μαθηματικού μοντελισμού (οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων). Στην Ελλάδα, είναι συγγραφέας του εκδοτικού οίκου ΚΨΜ (https://kapsimi.gr), από τον οποίο κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τον τίτλο Πιάνοντας τον Ταύρο από τα Κέρατα: Αιτίες, Συνέπειες και Προοπτικές στην Πολιτειολογία και στην Πολιτική Οικονομία (2022).