Της Ειρήνης Καρύδη
Πολλοί ασθενείς με ανοσοκαταστολή, είτε επειδή έχουν αυτοάνοσα και κακοήθη νοσήματα είτε επειδή έχουν ανοσοανεπάρκειες με ρωτούν αν θα κάνουν το εμβόλιο για τη νόσο COVID-19. Η απάντηση είναι ότι στις μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ΔΕΝ είχαν συμπεριληφθεί ομάδες ανοσοκατασταλμένων ατόμων, ούτε, ειδικότερα, ατόμων με αυτοάνοσα νοσήματα. Συνεπώς για τα άτομα αυτά δεν έχομε δεδομένα και πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα μελετών που θα ακολουθήσουν.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το πολύ-πολύ άτομα με ανοσοκαταστολή να μην αναπτύξουν ισχυρή ανοσολογική απάντηση κατά του ιού, αλλά δεν πρόκειται να πάθουν κάτι καταστροφικό για την υγεία τους καθ όσον το εμβόλιο είναι ένα καθαρό τμήμα RNA και όχι ένας ζωντανός ή εξασθενημένος ιός που θα μπορούσε να τους μολύνει. Αυτός ο ισχυρισμός είναι λογικός και, θεωρητικά μιλώντας, είναι περισσότερο κοντά στην αλήθεια. Όταν όμως εκφράζουν μερικοί δυσθυμία για την επείγουσα έγκριση των εμβολίων και για το γεγονός ότι οι ρυθμιστικές αρχές αποδέχθηκαν ένα βραχύ χρόνο παρακολούθησης των εθελοντών (για να περιοριστεί όσο γίνεται, η πανδημία), δεν μπορεί ταυτόχρονα να ζητούμε εμβολιασμό ανοσοκατασταλμένων ατόμων χωρίς να γίνουν μελέτες. Μια λιγότερο αισιόδοξη, αλλά και λιγότερο πιθανή προσέγγιση για τις επιπτώσεις του εμβολίου σε ανοσοκατασταλμένους είναι η ακόλουθη: Οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς μπορεί να μην είναι ικανοί να κατασκευάσουν ισχυρές και ώριμες ανοσολογικές απαντήσεις, οπότε πιθανώς και τα αντισώματα που θα κατασκευάσει ο οργανισμός τους να μην είναι εξουδετερωτικά για τον ιό, και σε περίπτωση που το άτομο μολυνθεί, να κυκλοφορούν χαλαρά συνδεδεμένα στο περίβλημα του ιού και να πυροδοτούν την ενεργοποίηση του συμπληρώματος και φλεγμονή. Συνεπώς για τα άτομα αυτά χρειάζονται περαιτέρω μελέτες.
Όσον αφορά τους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα ούτε και για αυτούς υπάρχουν μελέτες. Για τους ασθενείς αυτούς ισχύουν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τους ανοσοκατασταλμένους αλλά και κάτι ακόμη. Πιθανώς αυτοί οι ασθενείς να αναπτύξουν αντι-ιδιοτυπικά αντισώματα κατά των αντισωμάτων που το εμβόλιο πυροδοτεί κατά του ιού και αυτά να είναι παθογόνα, δηλαδή να έχουν χαρακτήρα αυτοαντισωμάτων. Το δίκτυο ιδιοτύπων-αντι-ιδιοτύπων είναι χαρακτηριστικό των ανοσολογικών απαντήσεων σε κάθε άνθρωπο και συνήθως συμβάλλει στην απόσβεση των ανοσολογικών απαντήσεων όταν πάψει να υφίσταται το αίτιο που τις προκαλεί. Στους αυτοανόσους ασθενείς ωστόσο, κάποιος κλώνος με χαρακτηριστικά αυτοδραστικού λεμφοκυττάρου λόγω του αυτοάνοσου υποστρώματος των ατόμων αυτών μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται αυτόνομα χωρίς τα «φρένα» του ανοσολογικού συστήματος και να πυροδοτήσει αυτοανοσία. Όπως απέδειξαν οι μελέτες επί μολυνθέντων ατόμων από τον ιό SARS-CoV-2, το 50% αυτών αναπτύσσουν αυτοαντισώματα και μερικοί εξ αυτών αναπτύσσουν παθογόνα αυτοαντισώματα, δηλαδή αυτοαντισώματα που τα ίδια πυροδοτούν ιστική βλάβη. Συνεπώς και για αυτή την ομάδα πρέπει να υπάρξουν μελέτες.
Τι θα γίνει λοιπόν με τα άτομα των ανωτέρω ομάδων; δεν θα εμβολιασθούν ποτέ;
Είμαι σίγουρος ότι οι εταιρείες – κατασκευαστές των εμβολίων αντιλαμβάνονται τις ανεκπλήρωτες ανάγκες για την μελέτη ατόμων με αυτοανοσία και ανοσοκαταστολή, οι οποίες δεν καλύπτονται με τις μέχρι τώρα μελέτες και θα σχεδιάσουν μελέτες ώστε να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. Σε περίπτωση που αυτό δεν έχει ήδη αρχίσει να γίνεται, θα πρέπει τα κράτη να σχεδιάσουν τέτοιες μελέτες ή τουλάχιστον μια εθνική καταγραφή αυτών των περιστατικών συνδυασμένη με στενή παρακολούθηση των ασθενών και με ασφαλιστική κάλυψη αυτών για ενδεχόμενες αστικές ευθύνες. Αν τα κράτη δεν είναι δυνατόν να αναλάβουν τέτοια ευθύνη ας αφήσουν τους επιστήμονες να το πράξουν και να εγγυηθούν εκτός από την νοσηλεία των ασθενών και την απόδοση αστικών ευθυνών εφ όσον προκύψουν, λόγω δυσμενών συμβαμάτων.
Όλοι οι τύποι της ανοσοκαταστολής δεν είναι ίδιοι
Η ανοσοκαταστολή πρέπει να ταξινομηθεί σε κατηγορίες, οι οποίες να μην είναι κατηγορίες βαρύτητας, αλλά κυρίως, κατηγορίες μηχανισμών. Έτσι οι ανοσοανεπάρκειες δύνανται να διακριθούν σε συγγενείς και επίκτητες (Πίνακας 1). Σημειωτέον ότι η ταξινόμηση του Πίνακα 1 είναι πολύ αδρή, αλλά για τις ανάγκες ευρείας κλίμακας κλινικών μελετώ είναι επαρκής. Τα Β-κύτταρα είναι αυτά που μετατρέπονται σε πλασματοκύτταρα και παράγουν ανοσοσφαιρίνες, δηλαδή αντισώματα, τα Τ-κύτταρα είναι πολλών ειδών, ήτοι άλλα μεν βοηθούν τα Β- κύτταρα στην παραγωγή αντισωμάτων, άλλα προκαλούν φλεγμονή και άλλα φονεύουν κύτταρα μολυσμένα με ιούς. Τα κοκκιοκύτταρα είναι τα κύτταρα που ευοδώνουν την φλεγμονή επειδή είναι γεμάτα κοκκία με ένζυμα κατάλληλα να θανατώσουν μικροοργανισμούς.
Συμπέρασμα:
Στις οργανωμένες κοινωνίες δεν αποφασίζουμετη χορήγηση φαρμάκων και εμβολίων εξάγοντας εκ του πλαγίου συμπεράσματα από άλλες παραπλήσιες μελέτες, αλλά βάζουμε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων και μελετάμε τα φαινόμενα με καλά σχεδιασμένες κλινικές μελέτες. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε και στο θέμα που πραγματευθήκαμε σε αυτό το σημείωμα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής Παθολογίας-Ανοσολογίας
Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ