Η ζήτηση για ένα από τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδας, τα καύσιμα, καταγράφει υποχώρηση, γεγονός που οδηγεί σε σημαντική διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί “τρικλοποδιά” στις προσπάθειες ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ενός παράγοντα κρίσιμης σημασίας για τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποκαλυπτικά: Τον Μάρτιο, το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε κατά 25,3%. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ηπιότερη αύξηση των εισαγωγών, αλλά κυρίως στην πτώση των εξαγωγών. Η διαφορά γίνεται εμφανής όταν εξετάζονται τα στοιχεία με και χωρίς τα καύσιμα. Συγκεκριμένα, η αξία των εξαγωγών τον Μάρτιο ανήλθε σε 3,935 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 8,4% σε σχέση με τα 4,295 δισ. ευρώ πέρυσι. Αν όμως εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, η αξία των εξαγωγών παρουσίασε αύξηση κατά 203,1 εκατ. ευρώ (6,7%), φτάνοντας τα 3,218 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πτώση στις εξαγωγές καυσίμων άνω των 710 εκατ. ευρώ.
Παρόλο που η Ελλάδα δεν είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα, συγκαταλέγεται στις πρώτες 20 εξαγωγικές οικονομίες πετρελαίου και παραγώγων του. Αυτό οφείλεται στα διυλιστήρια που λειτουργούν στη χώρα και παράγουν προϊόντα διυλισμένων καυσίμων. Μάλιστα, από την κρίση χρέους και μετά, τα πετρελαιοειδή έχουν αναδειχθεί σε ένα από τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας σε αξία. Κατά το 12μηνο του 2024, τα πετρελαιοειδή και καύσιμα κατέγραψαν τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση εξαγωγών (-9,5%), ενώ και το πρώτο δίμηνο του 2025 σημειώθηκε πτώση (-1,9%).
Τι Συμβαίνει με τη Ζήτηση των Ελληνικών Καυσίμων
Η διεθνής ζήτηση καυσίμων αποτελεί καθρέφτη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας. Όταν η οικονομία αναπτύσσεται, αυξάνεται η δραστηριότητα και η ανάγκη για ενέργεια. Αντίθετα, επιβράδυνση ή φόβοι ύφεσης αντανακλώνται στις αγορές πετρελαίου και παραγώγων.
Οι παγκόσμιες αγορές “μαύρου χρυσού” βρίσκονται σε κάμψη τους τελευταίους μήνες. Ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως η πτώση της ζήτησης, η αύξηση της προσφοράς (με την απόφαση του ΟΠΕΚ+ για τριπλασιασμό της παραγωγής να είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα), έχουν ρίξει τις τιμές του πετρελαίου.
Στην ελληνική περίπτωση, οι εξαγωγές των πετρελαιοειδών “ασφυκτιούν” μέσα στο περιβάλλον επιβράδυνσης πολλών διεθνών οικονομιών. Αυτό συμβαίνει διότι, πριν αναστραφούν πλήρως οι συνέπειες της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής των τελευταίων ετών, προστέθηκε ο εμπορικός πόλεμος, εντείνοντας την αβεβαιότητα και τους φόβους οικονομικής στασιμότητας, φέρνοντας ακόμα και βασικούς εισαγωγείς των προϊόντων μας, όπως η Γερμανία, αντιμέτωπους με τον κίνδυνο ύφεσης.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Το ράλι του ευρώ έναντι του δολαρίου, το οποίο δέχεται πιέσεις, καθιστά τα ευρωπαϊκά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά. Δεδομένου ότι οι διεθνείς τιμές πετρελαίου εκφράζονται σε δολάρια, τα ελληνικά προϊόντα διύλισης αποκτούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις διεθνείς αγορές έναντι τρίτων, ωθώντας τους εισαγωγείς να αναζητήσουν φθηνότερες λύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η πτώση των εξαγωγών στο πιο δυναμικό προϊόν της Ελλάδας δεν προμηνύει τίποτα καλό για την οικονομία, ειδικά όσον αφορά την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, μιας διαχρονικής “πληγής” για τα δημόσια οικονομικά.