Η πλειονότητα όσων διαθέτουν ιδιωτικό ασφαλιστήριο υγείας έχουν ενσωματώσει στο συμβόλαιό τους έναν όρο που ονομάζεται «απαλλαγή». Πρόκειται για ένα ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει να καλύψει από την τσέπη του, σε περίπτωση που χρειαστεί να χρησιμοποιήσει την ασφάλειά του. Η ασφαλιστική εταιρεία αποζημιώνει μόνο τα έξοδα που ξεπερνούν αυτό το όριο.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει για όσους σκέφτονται να συνάψουν ένα τέτοιο συμβόλαιο, είναι ποιο ύψος απαλλαγής θεωρείται συμφέρον. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η απαλλαγή συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του ετήσιου ασφαλίστρου. Όσο υψηλότερη είναι, τόσο πιο οικονομική γίνεται η συνολική ασφάλιση.
Η πιο διαδεδομένη επιλογή απαλλαγής είναι τα 1.500 ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που οι ασφαλισμένοι μπορούν να καλύψουν πιο εύκολα, ειδικά όταν έχουν και κάλυψη από τον ΕΟΠΥΥ, ο οποίος μπορεί να επιστρέψει ένα μέρος του κόστους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, λιγότεροι, που επιλέγουν ακόμη υψηλότερες απαλλαγές, με στόχο την περαιτέρω μείωση του ασφαλίστρου.
Σύμφωνα με ασφαλιστικούς συμβούλους, η επιλογή μεγαλύτερης απαλλαγής δεν είναι μόνο θέμα κόστους, αλλά και στρατηγικής. Δεδομένου ότι ένα ασφαλιστήριο υγείας δεν χρησιμοποιείται συχνά –εκτός απροόπτου– η ύπαρξη υψηλής απαλλαγής καθιστά την κάλυψη πιο προσιτή, χωρίς να υπονομεύει τη λειτουργικότητά της.
Ειδικά σε βάθος χρόνου, αυτή η επιλογή βοηθά στην οικονομική βιωσιμότητα του συμβολαίου, καθώς οι ασφαλισμένοι πληρώνουν χαμηλότερα ασφάλιστρα, διατηρώντας την ίδια στιγμή την πρόσβαση σε ποιοτική υγειονομική φροντίδα όταν τη χρειαστούν.