Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από εκείνη την αλλόκοτη στιγμή στο Καστελόριζο, στις 23 Απριλίου 2010. Η αναγγελία της εθνικής χρεωκοπίας, με φόντο το ειδυλλιακό λιμανάκι, παραμένει χαραγμένη στη συλλογική μας μνήμη ως μια σουρεαλιστική, ιονεσκική εικόνα. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ως άλλος αγγελιοφόρος μιας οικονομικής καταστροφής, έδινε το έναυσμα ενός λαϊκού Γολγοθά, ενώ βαρκούλες αμέριμνες αρμένιζαν στο γαλάζιο.
Αυτή η αντίθεση, αυτή η μόνιμη διπολικότητα που χαρακτηρίζει τον Έλληνα – το γλυκό και το πικρό, το ποιητικό και το δραματικό – αποτυπώθηκε με μοναδικό τρόπο εκείνη την ημέρα. Μια εθνική συσκευασία αντιφάσεων, όπου η άγνοια κινδύνου συνυπάρχει με την ακραία κινδυνολογία.
Η επέτειος του Καστελόριζου σηματοδοτεί δεκαπέντε χρόνια δύσκολων και φρικτών στιγμών για την πλειοψηφία των Ελλήνων. Χρόνια που θα έπρεπε να μας έχουν διδάξει να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Ωστόσο, η εθνική αμφιθυμία, το γνωστό μας “εκκρεμές”, φαίνεται να μας κρατά και πάλι κάπου στη μέση.
Θυμάται κανείς τι έκανε και πού ήταν όταν ο Παπανδρέου εμφανίστηκε στις οθόνες; Θα έπρεπε, καθώς αυτό το γεγονός υπήρξε καταλυτικό, σαν την 11η Σεπτεμβρίου. Δυστυχώς, η συλλογική μνήμη φαίνεται επιλεκτική. Πολλοί είτε δεν θυμούνται, είτε διαφωνούν για τις αιτίες της κρίσης, ενώ κάποιοι επιλέγουν να προσποιούνται ότι δεν συνέβη τίποτα.
Παρόλα αυτά, η κρίση λειτούργησε και ως ένα στοιχείο πολιτικής και κοινωνικής ενηλικίωσης. Δεν είμαστε πλέον το ίδιο δεκτικοί στον λαϊκισμό που διέσχιζε τα μνημόνια ή τα καταργούσε στα λόγια. Η εποπτεία και οι δεσμεύσεις, αν και όχι απόλυτα, θωρακίζουν την οικονομία από νέους εκτροχιασμούς.
Ωστόσο, το μάθημα θα είναι ελλιπές αν δεν κατανοήσουμε βαθιά τις αιτίες που μας οδήγησαν στα γόνατα. Δυστυχώς, έχουμε επιλέξει την απλοϊκή εξήγηση που ρίχνει όλη την ευθύνη στους πολιτικούς, παραβλέποντας τις δικές μας ευθύνες ως κοινωνία.
Ρωτήστε έναν τυχαίο περαστικό. Η απάντηση πιθανότατα θα εστιάσει στους πολιτικούς που “τα έφαγαν”. Η μνήμη σταματά εκεί, καθώς δεν αισθανόμαστε άνετα να αναγνωρίσουμε το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στον λαό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ασφαλιστικό σύστημα. Η άρνηση της κοινωνίας να δεχθεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη δεκαετία του ’90, οδήγησε σε ένα μεγάλο μέρος του χρέους που κληρονομήσαμε. Αν είχαμε επιτρέψει τότε τις παρεμβάσεις, η κρίση ίσως είχε αποφευχθεί ή θα ήταν πιο διαχειρίσιμη. Όμως, προτιμήσαμε να κατέβουμε στους δρόμους για τη “δημοκρατική κατάκτηση” της σύνταξης στα 55, και η πολιτική υπέκυψε σε αυτή τη συναλλακτική σχέση με τους πολίτες.
Αυτή η συναλλαγή, αυτός ο εκμαυλισμός από τον λαϊκισμό, μας οδήγησε στην κρίση. Ένας λαός που έμαθε να συναλλάσσεται με τους πολιτικούς εις βάρος των επόμενων γενεών.
Η κρίση μας δοκίμασε σκληρά, αλλά η χώρα και οι θεσμοί άντεξαν. Η πόλωση και ο διχασμός μπορεί να μας έφτασαν στα άκρα, αλλά τελικά βρήκαμε έναν κοινό τόπο. Ωστόσο, η κρίση δεν έχει τελειώσει. Την πληρώνουμε ακόμα με τους χαμηλούς μισθούς και τη δέσμευση της δημόσιας περιουσίας.
Η ιστορία της χώρας, όμως, μας διδάσκει ότι οι κρίσεις και οι χρεοκοπίες έχουν μια περιοδικότητα. Και όσο παρατηρούμε τα σημερινά δρώμενα, τόσο αυξάνεται η βεβαιότητα ότι μια νέα κρίση είναι πιθανή στο μέλλον.
Η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να προσπαθεί να αποφύγει μια νέα χρεωκοπία, κινούμενη προσεκτικά προς την ευημερία και την ανάπτυξη. Αντίθετα, οι αντιπολιτεύσεις φαίνεται να μην έχουν απαλλαγεί από τη λαγνεία για το “λεφτόδεντρο”, παρά το κόστος που πλήρωσαν στο παρελθόν.
Ο λαός, βασανισμένος τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Ένα κομμάτι του κρατά τα πικρά διδάγματα και τα μετατρέπει σε ψήφο λογικής και διεκδίκηση εντός ορίων. Ένα άλλο κομμάτι δείχνει να επιστρέφει σε λογικές του παρελθόντος. Η έκβαση αυτής της μάχης κρίνεται καθημερινά στην κοινωνία. Προς το παρόν, επικρατούν οι σώφρονες. Για το μέλλον, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί.
Οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου είναι ακόμα ανάμεσά μας, αναζητώντας ρόλους ή ονειρευόμενοι μια δεύτερη ευκαιρία. Όμως η ιστορία έχει ήδη καταγράψει τα πεπραγμένα τους και δεν προβλέπει επιστροφή.
Ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου, πρόσφατα, προσπάθησε να αναπλαισιώσει το Καστελόριζο ως “σύμβολο αλλαγής, όχι κρίσης”. Παπανδρεϊκές σοφιστείες. Το Καστελόριζο ήταν και παραμένει ένας συλλογικός μας εφιάλτης, και τους εφιάλτες δεν τους ξορκίζουμε αλλάζοντας την αφήγησή τους. Φροντίζουμε να μην τους καλούμε ξανά στο προσκέφαλό μας. Γιατί αν δεν μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα επιστρέψουν για να μας στοιχειώσουν.