Το Αλκατράζ, ένας απομονωμένος βράχος στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, έχει συνδεθεί άρρηκτα με την έννοια του αδύνατου, ειδικά όσον αφορά την απόδραση. Η τοποθεσία του, περικυκλωμένη από παγωμένα νερά, φονικά ρεύματα που μπορούσαν να νικήσουν ακόμα και ολυμπιονίκες, θερμοκρασίες υπό το μηδέν που οδηγούσαν σε υποθερμία, και η φημολογούμενη παρουσία 11 ειδών καρχαριών, καθιστούσαν την απόδραση σχεδόν βέβαιο θάνατο. Για αυτόν τον λόγο, τουλάχιστον επισήμως, κανείς δεν κατάφερε ποτέ να αποδράσει επιτυχώς από τις διαβόητες αυτές φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Πρόσφατα, ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, επανέφερε στο προσκήνιο την ιδέα της χρήσης του Αλκατράζ, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως το δημοφιλέστερο μουσείο του Σαν Φρανσίσκο, για τη φιλοξενία των “πιο αδίστακτων και βίαιων” εγκληματιών. Μια τέτοια κίνηση θα σήμαινε την επιστροφή του «συμβόλου του νόμου και της τάξης» των ΗΠΑ στον αρχικό του ρόλο, πριν κλείσει το 1963 και μετατραπεί σε τουριστικό και κινηματογραφικό προορισμό. Ωστόμως, η υλοποίηση αυτής της ιδέας αντιμετωπίζει τεράστια εμπόδια.
Ο Αλ Καπόνε στον «Βράχο», στα τέλη Αυγούστου του 1934, λίγο μετά το άνοιγμα των φυλακών, έφτασε στο Αλκατράζ ο πιο διαβόητος γκάνγκστερ όλων των εποχών, ο Αλ Καπόνε. Μεταφέρθηκε στον «Βράχο» (το παρατσούκλι της φυλακής) λόγω των φόβων για απόδραση και της προηγούμενης “ιδιαίτερης περιποίησης” που τύγχανε. Στο Αλκατράζ, ο Καπόνε, πλέον «Κρατούμενος 85», άλλαξε ριζικά τη συμπεριφορά του. Έγινε “αρνάκι”, διάβαζε και τραγουδούσε όλη μέρα. Η καλή του διαγωγή του επέτρεψε να έχει μουσικό όργανο στο κελί του, συνθέτοντας ακόμη και τραγούδια όπως το «Madonna Mia». Παρά ένα περιστατικό μαχαιρώματος το 1936, ο Καπόνε παρέμεινε “αρνί” μέχρι που προβλήματα υγείας τον οδήγησαν στο νοσοκομείο της φυλακής το 1938 και τελικά στην έξοδο το 1939.
Ο Αλ Καπόνε δεν ήταν ο μόνος διάσημος κρατούμενος. Το Αλκατράζ σχεδιάστηκε για να πειθαρχήσει τους πιο βίαιους και επικίνδυνους για απόδραση εγκληματίες. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ρόμπερτ Στράουντ (“Birdman”), ο Τζορτζ Κέλι (“Machine-Gun”), ο Άλβιν Κάρπις (“Creepy”) και ο Άρθουρ Μπάρκερ (“Doc”), ο οποίος σκοτώθηκε προσπαθώντας να αποδράσει.
Τα «μυστικά» και η σκληρή ρουτίνα του «Νησιού του Διαβόλου», παρά την πρόσβαση σε βιβλιοθήκη, μουσική και εργαστήρια ζωγραφικής, η ζωή στο Αλκατράζ, γνωστό και ως «Νησί του Διαβόλου», κάθε άλλο παρά παράδεισος ήταν. Η ρουτίνα ήταν εφιαλτικά μονότονη, σχεδιασμένη για να επιβάλει απόλυτη πειθαρχία στους 260-275 κρατούμενους (ποτέ δεν έφτασε τον μέγιστο αριθμό των 336), οι οποίοι κρατούνταν σε ατομικά κελιά. Οι κρατούμενοι είχαν μόνο τέσσερα βασικά δικαιώματα: φαγητό, κατάλυμα, ρουχισμό και ιατρική περίθαλψη. Όλα τα υπόλοιπα, όπως η επαφή με την οικογένεια, έπρεπε να κερδηθούν με καλή διαγωγή.
Πολλοί κρατούμενοι κατήγγειλαν απάνθρωπες συνθήκες, βιαιότητα και σοβαρούς κινδύνους για την ψυχική και σωματική τους υγεία. Δεκάδες αυτοκτόνησαν, με πρώτο τον Έντ Βούτκ. Χαρακτηριστικό της απόγνωσης είναι το περιστατικό όπου ο Ρουφ Πέρσφουλ έκοψε τα δάχτυλα του ενός χεριού του για να μην ξαναμπεί σε απομόνωση.
Ακόμη και οι λεπτομέρειες της φυλακής ήταν σχεδιασμένες με “σατανική σοφία” για να αποτρέψουν την απόδραση. Το νερό στα ντους ήταν πάντα πολύ ζεστό, ώστε οι κρατούμενοι να μην συνηθίσουν το κρύο και να μην μπορούν να κολυμπήσουν στα παγωμένα νερά του κόλπου. Το φαγητό ήταν ποιοτικό και άφθονο, όχι μόνο για να αποτρέψει εξεγέρσεις, αλλά και για να κάνει τους κρατούμενους “βαριούς” σε περίπτωση απόδρασης. Οι φύλακες διέδιδαν φήμες για “ανθρωποφάγους καρχαρίες” (αν και δεν είχε σημειωθεί επίθεση στον κόλπο) και υπενθύμιζαν τον βέβαιο θάνατο από υποθερμία και ρεύματα στα νερά με μέσο όρο θερμοκρασίας 10°C.
Απόπειρες απόδρασης και η «μάχη του Αλκατράζ» .Οι φύλακες ήταν αποφασισμένοι να πυροβολήσουν όποιον επιχειρούσε να αποδράσει. Συνολικά έγιναν 14 απόπειρες απόδρασης, όλες αποτυχημένες. Από τους 36 δραπέτες, 23 συνελήφθησαν, 6 σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς κατά την απόδραση, 2 πνίγηκαν, και 2 εκτελέστηκαν αργότερα για τη δολοφονία σωφρονιστικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια απόδρασης.
Η πιο βίαιη απόπειρα ήταν η «μάχη του Αλκατράζ» στις 2-4 Μαΐου 1946. Κρατούμενοι στασίασαν σε μια μαζική, αλλά ανεπιτυχή, απόπειρα απόδρασης. Ακολούθησε μια πραγματική μάχη με τη συμμετοχή αστυνομικών, πεζοναυτών και φυλάκων, χρησιμοποιώντας πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Ο απολογισμός ήταν 2 φύλακες και 3 κρατούμενοι νεκροί (με άλλους δύο κρατούμενους να εκτελούνται αργότερα) και 15 τραυματίες.
Η φυλακή είχε επίσης περιορισμούς στη σωματική άσκηση (μόνο έλξεις και καθίσματα, όχι βάρη) και μια δίαιτα που ευνοούσε το λίπος αντί τη μυϊκή ανάπτυξη, ώστε οι κρατούμενοι να μην είναι σε θέση να κολυμπήσουν την απόσταση των 2,5 χιλιομέτρων στα κρύα νερά. Επίσης, απέφευγαν να τους αφήνουν να βλέπουν τη θάλασσα συχνά, ώστε να μην γνωρίζουν τις παλίρροιες.
Αυτοί που «τα κατάφεραν»; Το μυστήριο του 1962 , ο ορισμός της “επιτυχημένης απόδρασης” είναι κρίσιμος. Επισήμως, κανείς δεν τα κατάφερε. Ωστόσο, πέντε κρατούμενοι καταγράφονται ως “αγνοούμενοι και πιθανολογείται ότι πνίγηκαν”. Ανάμεσά τους, οι Φρανκ Μόρις και οι αδερφοί Τζον και Κλάρενς Άνγκλιν, πρωταγωνιστές ενός άλυτου μυστηρίου.
Ο Μόρις, με υψηλό IQ (133), οργάνωσε την απόδραση της 11ης Ιουνίου 1962. Οι τρεις τους έφτιαξαν ομοιώματα από πηλό και χαρτί για να κρύψουν την απουσία τους, πλάτυναν αεραγωγούς με αυτοσχέδιο τρυπάνι και βγήκαν από την καμινάδα στην παραλία. Εκεί, χρησιμοποίησαν μια σχεδία από 50 κλεμμένα αδιάβροχα και σωσίβια. Το τι συνέβη αφότου έπεσαν στη θάλασσα παραμένει μυστήριο.
Το FBI επίσημα συμπέρανε ότι πνίγηκαν. Όμως, το 2013, ένα γράμμα έφτασε στην αστυνομία του Ρίτσμοντ, Σαν Φρανσίσκο, από κάποιον που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Τζον Άνγκλιν, 83 ετών και με καρκίνο. Έγραφε ότι όλοι τα κατάφεραν, αν και με δυσκολία, και ζητούσε να παραδοθεί με αντάλλαγμα ιατρική περίθαλψη. Οι αρχές ξανάνοιξαν τον φάκελο, αλλά οι εξετάσεις DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και γραφολογίας δεν έδωσαν οριστική απάντηση. Το μυστήριο παραμένει, με διάφορα σενάρια για το αν οι τρεις άνδρες επέζησαν ή χάθηκαν στα παγωμένα νερά.
Ιστορική εξέλιξη από οχυρό σε μουσείο. Το όνομα Alcatraz προέρχεται από το ισπανικό “Alcatraces” (πελεκάνος ή παράξενο πουλί), που δόθηκε από τον εξερευνητή Χουάν Μανουέλ ντε Αγιάλα το 1775. Το 1850, το νησί πέρασε στον στρατό των ΗΠΑ, ο οποίος έχτισε ένα φρούριο και το κατέστησε την πιο βαριά οχυρωμένη στρατιωτική τοποθεσία στη Δυτική Ακτή, ως μέρος ενός “τριγώνου άμυνας” για την προστασία του κόλπου. Φιλοξένησε επίσης τον πρώτο λειτουργικό φάρο της δυτικής ακτής.
Στα τέλη του 1850, μετατράπηκε σε στρατιωτική φυλακή. Το 1909, το φρούριο γκρεμίστηκε για να χτιστεί μια νέα στρατιωτική φυλακή (1911), η οποία πήρε το παρατσούκλι «ο βράχος». Το 1933, μεταβιβάστηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και λειτούργησε ως ομοσπονδιακή φυλακή υψίστης ασφαλείας από το 1934 έως το 1963.
Το κλείσιμο το 1963 οφειλόταν κυρίως στο ασύμφορο κόστος συντήρησης. Η μεταφορά νερού και εφοδίων στο άνυδρο νησί ήταν δαπανηρή, ενώ η διάβρωση από το αλάτι απαιτούσε συνεχή και ακριβή συντήρηση των κτιρίων. Υπολογίστηκε ότι το κόστος κράτησης ανά κρατούμενο στο Αλκατράζ ήταν τρεις φορές υψηλότερο από άλλες φυλακές.
Μετά το κλείσιμο, το νησί καταλήφθηκε για δύο χρόνια από αυτόχθονες Αμερικανούς, τιμώντας τους πρώτους κατοίκους του. Σήμερα, ανήκει στην Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων των ΗΠΑ, η οποία το συντηρεί και το λειτουργεί ως μουσείο, έναν από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς.
Μπορεί να ξαναγίνει φυλακή; Η ιδέα του Τραμπ για την επανεκκίνηση του Αλκατράζ ως φυλακής θεωρείται από ειδικούς ως συμβολική, ίσως εμπνευσμένη από μοντέλα όπως αυτά του Σαλβαδόρ. Ωστόσο, τα εμπόδια είναι τεράστια. Το κόστος μετατροπής του εγκαταλελειμμένου νησιού από τουριστικό προορισμό σε φυλακή εκτιμάται ως απαγορευτικό. Η πρόταση χαρακτηρίζεται ως “μη ρεαλιστική” και “δεν είναι σοβαρή” από πολιτικούς όπως η Νάνσι Πελόζι και άλλους ειδικούς.
Ακόμη και αν ξεπεραστούν τα νομικά κωλύματα και οι αντιδράσεις, υπάρχει το “κακό προηγούμενο”. Το 1981, ο πρόεδρος Ρήγκαν εξέτασε το Αλκατράζ για τη φιλοξενία Κουβανών προσφύγων, αλλά η ιδέα απορρίφθηκε λόγω της ιστορικής και τουριστικής του αξίας και της ακαταλληλότητας των κτιρίων.
Ο ίδιος ο Τραμπ αναγνώρισε ότι το Αλκατράζ “σαπίζει και σκουριάζει”. Ο πρώην διευθυντής του, Χιου Χέρβιτζ, επιβεβαιώνει ότι η ιδέα δεν είναι ρεαλιστική. Τα κτίρια καταρρέουν και θα έπρεπε να ισοπεδωθούν και να χτιστούν από την αρχή. Δεν υπάρχουν βασικές υποδομές όπως φράχτες, κάμερες, παροχή νερού, αποχέτευση, ηλεκτροδότηση και θέρμανση. Τα κελιά είναι πολύ μικρά για τους σημερινούς κρατούμενους. Υπολογίζεται ότι το κόστος κράτησης ανά κρατούμενο θα εκτοξευόταν στα 500+ δολάρια ημερησίως, έναντι 120 σε άλλες ομοσπονδιακές φυλακές. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πρακτικά προβλήματα που καθιστούν την επανεκτροπή του Αλκατράζ σε φυλακή εξαιρετικά απίθανη.