Αλλάζει ισορροπίες στο ευρωπαϊκό εμπόριο –και ειδικά στο ηλεκτρονικό– η απόφαση του Ecofin για επιβολή τελωνειακών δασμών σε όλα τα μικροδέματα αξίας έως 150 ευρώ που εισάγονται στην ΕΕ μέσω online παραγγελιών από τρίτες χώρες, όπως η Κίνα. Η ρύθμιση στοχεύει κυρίως πλατφόρμες όπως οι Temu και Shein, που μέχρι σήμερα αξιοποιούσαν το όριο ατέλειας για να προσφέρουν εξαιρετικά χαμηλές τελικές τιμές.
Σε πρώτο επίπεδο, η κατάργηση της ατέλειας αναμένεται να αυξήσει το τελικό κόστος για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, καθιστώντας τα προϊόντα των κινεζικών πλατφορμών λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με ευρωπαϊκά ή αμερικανικά sites. Το ερώτημα είναι αν οι ίδιες οι πλατφόρμες θα απορροφήσουν μέρος του κόστους, μειώνοντας τις αρχικές τιμές ώστε να περιορίσουν την επίπτωση στο καλάθι του καταναλωτή.
Παράλληλα, η νέα πραγματικότητα ανοίγει «παράθυρο ευκαιρίας» για ευρωπαϊκές και δυτικές επιχειρήσεις λιανικής, που τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζαν συνθήκες άνισου ανταγωνισμού, αφού τα δικά τους προϊόντα βαρύνονταν με δασμούς, ενώ τα μικροδέματα από την Κίνα όχι. Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σύνθετη αν προστεθεί ο ήδη σε εξέλιξη εμπορικός πόλεμος δασμών ΗΠΑ–Κίνας, που επηρεάζει το κόστος παραγωγής και μεταφοράς.
Μετά τη συνεδρίαση του Ecofin, ο επίτροπος Οικονομικών Βάλντις Ντομπρόβσκις δήλωσε ότι επήλθε «σημαντική πολιτική συμφωνία» για την κατάργηση του ορίου ατέλειας και τη θέσπιση λύσης που θα εφαρμοστεί «το συντομότερο δυνατό» μέσα στο επόμενο έτος. Υπενθύμισε ότι μόνο το 2024 εισήχθησαν στην ΕΕ περίπου 4,6 δισ. μικροδέματα, εκ των οποίων το 91% προέρχεται από την Κίνα, υπογραμμίζοντας πως η αλλαγή «διασφαλίζει πιο ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο επίτροπος Εμπορίου Μάρος Σέφκοβιτς χαρακτήρισε την απόφαση ισχυρό μήνυμα ότι η Ευρώπη «παίρνει στα σοβαρά τον θεμιτό ανταγωνισμό», σημειώνοντας ότι οι λιανοπωλητές έχουν επανειλημμένα ζητήσει την άρση της στρέβλωσης. Τόνισε ότι η εφαρμογή της νέας πολιτικής επισπεύδεται, με στόχο να τεθεί σε ισχύ από το 2026 και όχι το 2028, όπως είχε αρχικά συζητηθεί, επιμένοντας ότι «οι τεχνικές προκλήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για καθυστέρηση».
















