Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις κορυφαίων τραπεζών για πτώση της τιμής του πετρελαίου στα 50 δολάρια το βαρέλι, η αγορά φαίνεται να τους διαψεύδει. Το Brent παραμένει σταθερά γύρω στα 67–68 δολάρια και το WTI στα 63–64, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη αντοχή.
Ο ΟΠΕΚ έχει αυξήσει κατά 2,5 εκατομμύρια βαρέλια την παραγωγή, αλλά σύμφωνα με ειδικούς, οι επιπλέον ποσότητες δεν φτάνουν στην αγορά στον αναμενόμενο βαθμό. Έτσι, η πραγματική επίδραση παραμένει περιορισμένη. Την ίδια στιγμή, παρά το καταγεγραμμένο πλεόνασμα παραγωγής, τα εμπορικά αποθέματα μειώνονται, ένα φαινόμενο που συνήθως συνδέεται με ελλείψεις.
Ενδεικτικά, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά το πλεόνασμα για το δεύτερο εξάμηνο του 2025 στα 2,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, ενώ η Macquarie προβλέπει ακόμη μεγαλύτερο, στα 3 εκατομμύρια.
Στις ΗΠΑ καταγράφηκε μία από τις μεγαλύτερες αντλήσεις αποθεμάτων ιστορικά, ενώ και άλλες δυτικές χώρες ακολουθούν παρόμοια πορεία. Εξαίρεση αποτελεί η Κίνα, η οποία ενισχύει τα στρατηγικά της αποθέματα, στηρίζοντας έτσι τη διεθνή ζήτηση και συγκρατώντας τις τιμές.
Η αγορά φαίνεται να τιμολογεί το γεγονός ότι ο ΟΠΕΚ δεν έχει άλλα διαθέσιμα «όπλα» για σημαντική αύξηση παραγωγής. Παράλληλα, η υποχώρηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ ευνοεί την άνοδο της ζήτησης, διαμορφώνοντας συνθήκες που θα μπορούσαν να πιέσουν τις τιμές προς τα πάνω στο μέλλον.
Η κατάσταση επιβεβαιώνεται και από το backwardation στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, ενώ η προειδοποίηση του ΙΕΑ για ανεπαρκείς επενδύσεις σε νέα κοιτάσματα εντείνει την ανησυχία για τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας παραγωγής.
Αναλυτές εκτιμούν ότι μπορεί να υπάρξει πτώση των τιμών το επόμενο διάστημα, αλλά ίσως όχι στο εύρος που είχε προβλεφθεί. Αν οι τιμές παραμείνουν σταθερές παρά το πλεόνασμα, τότε το μέλλον πιθανόν προμηνύεται πιο ακριβό.