Από το 2026 και εξής, το κράτος αναμένεται να αναλάβει πιο ενεργό και παρεμβατικό ρόλο στη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στην προώθηση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με άμεση συνέπεια την αύξηση των μισθών πάνω από τον κατώτατο. Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου Κεραμέως (2024), ο οποίος ενσωματώνει σχετική κοινοτική οδηγία, προβλέποντας τη διαμόρφωση εθνικού σχεδίου δράσης για την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων και την αύξηση της συνδικαλιστικής κάλυψης στο 80% των εργαζομένων – από μόλις 20% σήμερα.
Το σχέδιο αυτό θα εξειδικευτεί μέσω νέου νομοσχεδίου που ετοιμάζει το Υπουργείο Εργασίας για το φθινόπωρο του 2025. Πρόκειται για τον βασικό κορμό της στρατηγικής του κράτους στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, με βασικό άξονα την επανενεργοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εξάπλωση των κλαδικών συμβάσεων που θα έχουν αυξημένο κύρος και εφαρμογή σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της αγοράς.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο παραμένει η λεγόμενη ρήτρα αντιπροσωπευτικότητας. Με βάση τον νόμο Χατζηδάκη (2021), για να καταστεί μια κλαδική σύμβαση υποχρεωτική και για τις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη της εργοδοτικής ένωσης που την υπέγραψε, απαιτείται οι επιχειρήσεις-μέλη να απασχολούν το 50% των εργαζομένων του κλάδου. Το υψηλό αυτό ποσοστό, σε συνδυασμό με τα ανεπαρκώς ενημερωμένα μητρώα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποτελεί βασικό φραγμό για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων.
Ακόμη κι αν το όριο μειωνόταν στο 30% ή 40%, δεν θα εξασφαλιζόταν αυτόματα η ευρεία εξάπλωση των κλαδικών συμβάσεων, καθώς πολλές επιχειρήσεις ενδέχεται να αποχωρήσουν από τις εργοδοτικές ενώσεις για να αποφύγουν την υποχρέωση εφαρμογής τους. Το βάρος, επομένως, πέφτει στο κράτος, το οποίο καλείται να παρέμβει ενεργά σε περίπτωση αδιεξόδου.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η ενίσχυση του ρόλου του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), ο οποίος μέχρι σήμερα δεν μπορεί να παρέμβει μονομερώς για την υπογραφή σύμβασης. Χωρίς να αλλάξει αυτό, συζητείται να μπορεί πλέον να παίζει πιο παρεμβατικό ρόλο, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τα αιτήματα εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και ευρύτερα οικονομικά δεδομένα, βάσει νέων μηχανισμών άντλησης πληροφοριών που θα δημιουργήσει το κράτος.
Αξίζει να σημειωθεί πως η κοινοτική οδηγία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής συλλογικής σύμβασης από το κράτος, μετά από αποτυχημένη διαπραγμάτευση μεταξύ κοινωνικών εταίρων. Το πλαίσιο αυτό επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει ρυθμιστικό ρόλο, διασφαλίζοντας τη σύναψη συμβάσεων και την αύξηση των μισθών, όταν η αγορά δεν ανταποκρίνεται επαρκώς.
Το δεύτερο μεγάλο στοίχημα είναι η επίτευξη του στόχου συνδικαλιστικής κάλυψης του 80%, όταν σήμερα αυτή βρίσκεται μόλις στο 20%. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο, που απαιτεί τετραπλασιασμό της συνδικαλιστικής εμβέλειας. Σε αυτό μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά δύο μεγάλοι κλάδοι της ελληνικής αγοράς: το λιανεμπόριο και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, στους οποίους ήδη υπάρχουν τόσο εργατικές όσο και εργοδοτικές οργανώσεις με δυνατότητα υπογραφής κλαδικών συμβάσεων.
Απομένει να φανεί κατά πόσο θα αρθούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια, αν θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων προς τις συλλογικές ενώσεις και κυρίως αν το κράτος θα κατορθώσει να δημιουργήσει το απαραίτητο θεσμικό περιβάλλον ώστε οι συλλογικές διαπραγματεύσεις να αποτελέσουν και πάλι λειτουργικό και ουσιαστικό εργαλείο βελτίωσης των μισθών και των εργασιακών όρων στην Ελλάδα.