Παγκράτι: μια συνοικία που φοράει αρχαίο όνομα, περπατά σε μεταπολεμικό δάπεδο μωσαϊκού κι ονειρεύεται με τα φώτα νέον του σήμερα χωρίς να παθαίνει κρίση ταυτότητας. Το ορκίζομαι κάθε πρωί που διασχίζω το πάρκο, ακόμη κι αν γκρινιάζω για τα διπλοπαρκαρισμένα, ξέρω πως κάπου εδώ ο Ηρακλής χαμογελά πίσω από τις νεραντζιές.
Εδώ είναι Παγκράτι, ξυπνάω στην άκρη του Ιλισσού, εκεί που τελειώνει η Βασιλίσσης Σοφίας κι αρχίζουν οι πρώτες πολυκατοικίες με τα στρογγυλά μπαλκόνια. Εδώ είναι Παγκράτι, γειτονιά με όνομα που κρύβει μέσα του έναν μικρό θρύλο: δίπλα στο ποτάμι υψωνόταν ιερό αφιερωμένο στον Ηρακλή Παγκράτη, θεϊκό νικητή, προστάτη της απόλυτης δύναμης, τα ανάγλυφα που βρήκαν οι αρχαιολόγοι το επιβεβαιώνουν, δείχνοντάς τον άλλοτε ως Ηρακλή κι άλλοτε απλώς ως «Παγκράτη». Οι αρχαίοι κάτοικοι λάτρευαν τον ήρωα και όταν η περιοχή άρχισε να κατοικείται ξανά τον 19ο αιώνα, το τοπωνύμιο έμεινε σαν μαγιά να φουσκώσει τη νέα συνοικία.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ο τόπος ήταν «απέραντος βοσκότοπος», γεμάτος ρέματα που κατέβαιναν από τον Υμηττό προς τον Ιλισσό, μικρά ποιμνιοστάσια, αλώνια και χωράφια με κουκιά χώριζαν τις πρόχειρες αυλές των πρώτων σπιτιών. Μετά τον Μεσοπόλεμο, όμως, ο πυρετός των πολυκατοικιών πήρε μπρος: τα «σιντριβάνια» της Παναθηναϊκής, τα στρατόπεδα που άδειασαν, ο Γ’ Οικοδομικός Συνεταιρισμός δικαστικών που χάραξε τα πρώτα τετράγωνα, οι φαντάροι που παντρεύτηκαν τις κοπέλες της γειτονιάς κι έμειναν μόνιμα, έτσι γέννησαν το μείγμα λαϊκού και μικροαστικού Παγκρατίου, εκείνο που ακόμη μυρίζει κουλούρι σουσάμι και φρεσκοβαμμένο παρτέρι.
Σήμερα, περπατάω στην Ιπποκράτους κι έπειτα στρίβω στην Ιμίττου, οι πορτοκαλιές γρατζουνάνε το μανίκι μου, τα μπακάλικα μοσχοβολούν ρίγανη και ταϊβανέζικο cold brew ταυτόχρονα. Τα παλιά επιπλάδικα έγιναν art studios, το πατρικό του Παττακού φιλοξενεί πλέον pop-up poetry readings. (Εξιλέωση θα έλεγαν κάποιοι, ειρωνεία θα υποστήριζαν κάποιοι άλλοι)
Κάποτε βγαίνοντας από το μετρό Ευαγγελισμός, πηγαίνοντας προς μια φιλική επίσκεψη θέλησα να καθίσω σ΄ένα από τα παγκάκια που έχει το πάρκο έξω από το μετρό. Όμως «έπεσα» πάνω στην ώρα του ποτίσματος και τα παγκάκια δεν μου πρόσφεραν κάποιο μη ύγρό σημείο για να ξαποστάσω, έτσι συνέχισα τη διαδρομή μου. Πίσω από το Εθνικό Κέντρο Ερευνών στάθηκα σ΄ένα υπόγειο ντελικατέσεν, αγόρασα μοναδικά γλυκα, παρατήρησα τις γεμάτες καφετέριες και τις πολυκατοικίες με απομεινάρια μοντερνισμού, ανέβηκα στον 5ο όροφο της πολυκατοικίας που έμεναν οι φίλοι μου αφού πρώτα παρατήρησα το άδειο γραφείο του θυρωρού που κάποτε φρόντιζε για την καθαριότητα και την ασφάλεια του κτιρίου(άλλες εποχές, άλλο νοιάξιμο). Κάθισα στη βεράντα που με φιλοξένησαν και απόλαυσα τη θέα.
Κάπως έτσι το πυκνοκατοικημένο Παγκράτι που δε δείχνει μονομιάς την ομορφιά του έμοιαζε με σελίδα βγαλμένη από βιβλίο του Μπουκόφσκι, πολλές ζωές τριγύρω μόνο με μια ματιά και όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο συγγραφέας:
«οι άνθρωποι είναι καλοί άνθρωποι, τους συμπαθώ, μα νιώθω πως πνίγονται και δεν μπορώ να τους σώσω επιβιώνουν».
Κατεβαίνω στην πλατεία Βαρνάβα με τα φώτα νέον του ’70, έπειτα στην πλατεία Προσκόπων όπου τα τραπεζάκια έχουν πάντα έναν ζωγράφο που σκιτσάρει. Στην άκρη στέκει το μοντέρνο κέλυφος του Goulandris Foundation , ένα μουσείο που έφερε τον Βαν Γκογκ δίπλα στις πόρτες HLM της μεταπολεμικής Αθήνας, δείχνοντας ότι το Παγκράτι μπορεί να σταθεί ταυτόχρονα λαϊκό και διεθνές.
Αν όμως θες να νιώσεις πραγματικά το DNA της γειτονιάς, πήγαινε μια βόλτα στο Άλσος Παγκρατίου. Εκεί, ανάμεσα στα κουτσουρεμένα πεύκα και τα ξεχασμένα υπαίθρια όργανα γυμναστικής, ακούς ακόμη τα τζιτζίκια να τραγουδούν στο ίδιο μοτίβο που άκουγε κι ο στρατιώτης του 1916 όταν έβαζε σκοπιά στη ρεματιά.
Οι γονείς μαζεύονται τα Σαββατοκύριακα και παίζουν σαν μικρά παιδιά, ακόμη και μουσικά όργανα έχω πετύχει σ΄αυτό το πάρκο. Κάπου εδώ περνούσαν και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και στοχαζόντουσαν ιδέες στον νέο κόσμο πο γεννιόταν. Πιο κάτω, στην οδό Πύρρου, θα πετύχεις ένα μικρό εκκλησάκι με θεμέλια πάνω σε αρχαίους λιθόπλινθους ίσως εκεί ακριβώς, όπου κάποτε άναβαν θυμίαμα στον ήρωα Παγκράτη. Κάπως έτσι νύχτωσε και οι αστικές νύχτες έχουν μια άλλη αίσθηση κάπως μελαγχολική και απόμακρη όπως κάτι μας κρατάει ακόμη εδώ μέσα στις πόλεις που θέρισε( αρχιτεκτονικά πάντα) ο μπρουταλισμός.