Η ανάκαμψη των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών μετά τη βουτιά που προκάλεσαν στις αρχές Απριλίου οι ανακοινώσεις του Αμερικανού προέδρου για τους εισαγωγικούς δασμούς είναι εντυπωσιακή, με πολλούς δείκτες να έχουν καλύψει τις απώλειες και ορισμένους να βρίσκονται σε νέα υψηλά. Ωστόσο, παρά τις τιμές των μετοχών που υποδηλώνουν αισιοδοξία, οι επενδυτές και οι αναλυτές παραμένουν προβληματισμένοι σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της νέας πραγματικότητας στο παγκόσμιο εμπόριο.
Οι εξωφρενικοί δασμοί ύψους 145% στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα μπορεί να μην επιστρέψουν, αλλά είναι βέβαιο ότι στο μέλλον μεγάλο μέρος των εμπορικών συναλλαγών θα επιβαρύνεται με κόστη που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι συνέπειες, ανάλογα με την περιοχή, θα περιλαμβάνουν αύξηση τιμών σε αρκετά προϊόντα, μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και απώλειες θέσεων εργασίας. Η ένταση αυτών των φαινομένων θα καθορίσει εάν θα εμφανιστεί στασιμοπληθωρισμός.
Πέρα από τους δασμούς, σοβαρές ανησυχίες υπάρχουν για το νομισματικό μέτωπο, με πολλούς να εκτιμούν ότι έχει ξεκινήσει μια περίοδος εξασθένησης του δολαρίου ΗΠΑ και απώλειας της κυριαρχίας του ως βασικού αποθεματικού νομίσματος. Η πρόσφατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Moody’s, τον τελευταίο από τους τρεις μεγάλους οίκους που προχώρησε σε αυτή την κίνηση, υπογραμμίζει τις ανησυχίες για τα δημοσιονομικά μεγέθη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, ειδικά ενόψει της πιθανής αύξησης του δημόσιου χρέους υπό την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Η χρονική στιγμή της υποβάθμισης, σε συνδυασμό με την αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων μακράς διαρκείας, δεν θεωρείται τυχαία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας και γεωπολιτικών εντάσεων, δεν προκαλεί έκπληξη το συνεχές και έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για τα πολύτιμα μέταλλα, κυρίως τον χρυσό και δευτερευόντως το ασήμι. Η επένδυση σε αυτά θεωρείται σχεδόν υποχρεωτική για επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, συμπεριλαμβανομένων πολλών κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως (όπως η Κίνα και η Τσεχία) που επιδιώκουν τη διαφοροποίηση των διαθεσίμων τους.
Η συνεχής άνοδος των τιμών του χρυσού και του ασημιού από το τέλος του 2023, η οποία επιταχύνθηκε μέσα στο 2025, επιβεβαιώνει αυτό το ενδιαφέρον. Ο χρυσός έχει απόδοση λίγο πάνω από 23% από την αρχή της χρονιάς (περίπου 3.230 δολάρια/ουγγιά), ενώ το ασήμι κοντά στο 11,50% (32,50 δολάρια/ουγγιά). Παρά την πρόσφατη υποχώρηση από τα ιστορικά υψηλά τους (3.500 δολάρια/ουγγιά για τον χρυσό, 33,50 δολάρια/ουγγιά για το ασήμι) λόγω της εξομάλυνσης στο μέτωπο των δασμών και ρευστοποιήσεων από βραχυπρόθεσμους επενδυτές, δεν αποκλείεται η διορθωτική κίνηση να συνεχιστεί. Αναλυτές εκτιμούν ότι ο χρυσός μπορεί να υποχωρήσει ακόμη και κάτω από τις 3.000 δολάρια/ουγγιά (προς τις 2.800) και το ασήμι κάτω από τα 30 δολάρια/ουγγιά.
Ωστόσο, ακόμη και αν συμβεί αυτή η διόρθωση, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργήσει ευκαιρίες για όσους θέλουν να αποκτήσουν έκθεση στα πολύτιμα μέταλλα. Η διεθνής οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση, με την αβεβαιότητα στο εμπόριο, την αμφισβήτηση της οικονομικής ανάπτυξης, τον παραμονεύοντα πληθωρισμό, τον προβληματισμό για το δολάριο και τις ανησυχίες για τα δημοσιονομικά των ΗΠΑ, καθώς και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό, οδηγούν στην αναζήτηση επενδυτικών επιλογών που αντέχουν σε αναταράξεις. Όσο αυτές οι πηγές ανησυχίας παραμένουν, η ζήτηση για χρυσό και ασήμι αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρή.