Σε οριακό σημείο οδηγείται το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνί τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025, εξέλιξη που αφήνει τον Εμανουέλ Μακρόν πιο απομονωμένο από ποτέ. Τρία χρόνια διαδοχικών αναταράξεων και στρατηγικών αστοχιών κορυφώνονται, με τον πρόεδρο να επιχειρεί ακόμη έναν γύρο διαβουλεύσεων για να κρατήσει όρθια την κυβερνητική του ατζέντα.
Χωρίς σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία από το 2022, το Ελιζέ στηρίχθηκε σε ετερόκλητες συναινέσεις και σε θεσμικά «εργαλεία» όπως το άρθρο 49.3 για την επιβολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Η χρονιά-στροφή ήταν το 2024: η εκτόξευση της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές οδήγησε σε αιφνιδιαστική διάλυση της Βουλής, με στόχο την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού — κίνηση που τελικά εγκλώβισε το προεδρικό στρατόπεδο σε παρατεταμένο αδιέξοδο. Η παραίτηση Λεκορνί, πέμπτου πρωθυπουργού σε τρία χρόνια, αποτυπώνει το βάθος της κρίσης.
Στον αντίποδα, η Εθνική Συσπείρωση εμφανίζεται να προελαύνει. Η Μαρίν Λε Πεν, παρότι τιμωρημένη με πενταετή απαγόρευση εκλογής λόγω υπόθεσης υπεξαίρεσης δημόσιων πόρων, διατηρεί τον πλήρη έλεγχο του κόμματός της. Ο στενός της συνεργάτης, Τζόρνταν Μπαρντελά, δηλώνει «έτοιμος να κυβερνήσει», ζητώντας άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και νέες κάλπες. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν προβάδισμα της RN γύρω στο 34% των προθέσεων ψήφου, μπροστά από την κατακερματισμένη αριστερά και πολύ πάνω από το προεδρικό μπλοκ.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, ο Μακρόν επιχειρεί να κερδίσει χρόνο: ανέθεσε στον παραιτηθέντα Λεκορνί να διεξαγάγει μέχρι την Τετάρτη έναν τελευταίο γύρο διαπραγματεύσεων για μια «πλατφόρμα δράσης και σταθερότητας». Ωστόσο, ακόμη και στο εσωτερικό της προεδρικής παράταξης, αυξάνεται η πεποίθηση ότι η δυναμική έχει χαθεί και ότι οι πρωτοβουλίες αυτές δύσκολα θα ανατρέψουν την τάση. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα υπάρξει επόμενη μέρα, αλλά με ποιους όρους και υπό ποια πολιτική ηγεμονία.