Η ελληνική οικονομία μπαίνει σε τροχιά έντονης αβεβαιότητας, καθώς η νέα άνοδος του πληθωρισμού, η κατάργηση του πλαφόν στο μικτό περιθώριο κέρδους και η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος συνθέτουν ένα εκρηκτικό σκηνικό που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη νοικοκυριών και τη ρευστότητα επιχειρήσεων.
Ο ετήσιος πληθωρισμός ανέβηκε τον Ιούνιο στο 3,6 %, ποσοστό σταθερά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η άρση του πλαφόν –που από το 2021 έβαζε φρένο σε φαινόμενα αισχροκέρδειας σε βασικά αγαθά– απελευθερώνει εκ νέου τις τιμές μέσα στην καρδιά της τουριστικής περιόδου, όταν η ζήτηση κορυφώνεται.
Παράλληλα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ υποχώρησε στις 106,1 μονάδες, τη χαμηλότερη τιμή των τελευταίων δέκα μηνών, αντικατοπτρίζοντας την πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και τη διστακτικότητα της βιομηχανίας. Στο λιανεμπόριο, οι πληθωριστικές προσδοκίες εκτοξεύθηκαν, ενώ σχεδόν δύο στους τρεις καταναλωτές προβλέπουν ότι οι τιμές θα αυξηθούν περαιτέρω μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο, γεγονός που προοιωνίζεται επιβράδυνση δαπανών και επενδύσεων.
Το οικονομικό επιτελείο καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη θετική μακροοικονομική εικόνα –ισχυρός τουρισμός, χαμηλή ανεργία, ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης– και στη σκληρή καθημερινότητα της ακρίβειας. Εάν οι τιμές στα βασικά προϊόντα πάρουν ξανά την ανιούσα τον Ιούλιο, οι πληρωμές νοικοκυριών θα επιβαρυνθούν, οι επιχειρήσεις θα δουν το κόστος λειτουργίας να αυξάνεται και τα δημόσια έσοδα ίσως πιεστούν, ειδικά εν όψει των φθινοπωρινών δημοσιονομικών εξαγγελιών.
Χωρίς στοχευμένα μέτρα για τον περιορισμό των ανατιμήσεων και την αναζωογόνηση της εμπιστοσύνης, ο φαύλος κύκλος ακρίβειας και επιφυλακτικότητας μπορεί να πλήξει τη δυναμική ανάκαμψης, εγκλωβίζοντας την ελληνική οικονομία σε ένα παρατεταμένο καθεστώς στασιμοπληθωρισμού.