Σήμερα, Παρασκευή 6 Ιουνίου, συνεδριάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) σε πιλοτική δίκη για να κρίνει την επαναφορά ή όχι του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο. Η απόφαση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς θα επηρεάσει τις αποδοχές χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και θα δημιουργήσει σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση για το Δημόσιο Ταμείο.
Η υπόθεση εκδικάζεται μετά από αγωγή εκπαιδευτικού δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος διεκδικεί την καταβολή Δώρων συνολικού ποσού 6.278 ευρώ για τα έτη 2023 και 2024. Το επιχείρημα του ενάγοντος βασίζεται στο ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει πλέον κίνδυνο χρεοκοπίας ή δημοσιονομικούς περιορισμούς, όπως αυτούς που οδήγησαν στην κατάργηση των Δώρων επί μνημονίων.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ του 2019 είχε ανατρέψει προηγούμενη κρίση υπέρ της επαναφοράς των Δώρων. Ωστόσο, ένα «παράθυρο» υπέρ της επιστροφής τους μπορεί να ανοίξει μέσω της Οδηγίας 2022/2241 Ε.Ε. για τη σύγκλιση των κατώτατων αμοιβών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η Οδηγία αυτή εφαρμόζεται με τον νόμο 5163/2024, ορίζοντας εισαγωγικό μισθό 880 ευρώ στο Δημόσιο, ίσο με τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα. Παρόλα αυτά, στο Δημόσιο δεν περιλαμβάνονται τα Δώρα που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ενάγων δημόσιος υπάλληλος επικαλείται αυτή την εσφαλμένη, όπως ισχυρίζεται, μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο χωρίς την πρόβλεψη Δώρων για το δημόσιο. Σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί ως προς την επαναφορά των Δώρων βάσει του μισθολογικού καθεστώτος του Δημοσίου, αξιώνει την καταβολή τους με βάση την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Στην εισήγηση του ΣτΕ τίθενται καίρια ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας, όπως:
- Αν η περίοδος της αγωγής για τα Δώρα εμπίπτει, εν όλω ή εν μέρει, στην περίοδο μετά τη λήξη της προθεσμίας (15.11.2024) μεταφοράς της Οδηγίας.
- Πώς ερμηνεύονται οι ορισμοί της Οδηγίας σχετικά με την εξομοίωση μισθών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, αν αφορά μόνο κατώτατους μισθούς, και ποια είναι τα περιθώρια των κρατών-μελών.
- Πώς συγκρίνεται η νομοθετική διάπλαση των αποδοχών των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων με αυτές των εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου.
Τυχόν αποδοχή της οδηγίας από τους δικαστές του ΣτΕ θα σημαίνει ότι στο Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλλονται 12 τακτικοί μισθοί συν 2 επιπλέον, στο ύψος των εκάστοτε εισαγωγικών αποδοχών (π.χ. 2 μισθοί των 880 ευρώ ετησίως).
Το Δημόσιο επικαλείται τα δημοσιονομικά περιθώρια για την επαναφορά των Δώρων. Σύμφωνα με την εισήγηση, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες επιτρέπουν την καταβολή παροχών ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως. Ωστόσο, εκτιμά ότι τυχόν επαναφορά των Δώρων με δύο πλήρεις μισθούς θα έχει κόστος 2,68 δισ. ευρώ ετησίως, κάτι που θα δημιουργούσε κίνδυνο εκτροχιασμού και πιθανής εκκίνησης της διαδικασίας υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, την κύρια αιτία επιβολής των περιοριστικών μέτρων των μνημονίων.
Ένα ακόμη επιχείρημα που προβάλλει το Δημόσιο για την ακύρωση της προσφυγής και τη μη επαναφορά των Δώρων είναι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Υποστηρίζει ότι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, λόγω των διαφορετικών συνθηκών πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, μονιμότητας και λύσης της υπηρεσιακής σχέσης, δεν τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς, θεωρεί επιτρεπτή τη μη θεσμοθέτηση επιδομάτων εορτών και αδείας στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα.