Το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζει παρεμβάσεις στη φορολογία εισοδήματος, με στόχο να ανακοινώσει σχετικές ρυθμίσεις στη ΔΕΘ. Στο επίκεντρο των αλλαγών βρίσκεται η ανακούφιση της μεσαίας τάξης, η οποία σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος των φόρων.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε αυξήσεις συντελεστών, αλλά στο λεγόμενο “fiscal drag”, ένα φαινόμενο που αυξάνει τη φορολογική επιβάρυνση χωρίς αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο. Όπως επισημαίνει και ο ΟΟΣΑ, η αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων –λόγω πληθωρισμού ή μισθολογικών προσαρμογών– οδηγεί τους πολίτες σε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές, αφού δεν αλλάζουν ούτε τα αφορολόγητα όρια ούτε οι κλίμακες.
Έτσι, ενώ τα έσοδα του κράτους αυξάνονται, η καθαρή ενίσχυση στο πορτοφόλι του πολίτη εξανεμίζεται. Ενδεικτικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ από την 1η Απριλίου 2025 ενδέχεται να μεταφραστεί σε βαρύτερο φόρο για χιλιάδες εργαζόμενους, χωρίς κάποια αλλαγή στους συντελεστές.
Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για το 2024 δείχνουν εντυπωσιακή αύξηση 14,4 δισ. ευρώ στα δηλωθέντα εισοδήματα και αντίστοιχη άνοδο του φόρου φυσικών προσώπων κατά 2,2 δισ. ευρώ. Το αφορολόγητο παραμένει στα 8.636 ευρώ από το 2020 και οι κλίμακες δεν προσαρμόζονται ούτε στον πληθωρισμό ούτε στον μέσο μισθό.
Στο εξωτερικό, χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο εφαρμόζουν αυτόματες τιμαριθμικές προσαρμογές. Στην Ελλάδα, τέτοιες προβλέψεις απουσιάζουν.
Προτάσεις στο τραπέζι περιλαμβάνουν:
-
Μείωση του συντελεστή 22% στο 18% ή 15% για εισοδήματα 10.001–20.000 ευρώ.
-
Νέα κλίμακα για εισοδήματα έως 40.000 ευρώ.
-
Αύξηση του ανώτατου ορίου για τον συντελεστή 44% από τα 40.000 στα 50.000 ευρώ.
Ωστόσο, οι ειδικοί τονίζουν πως χωρίς μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής, το πρόβλημα θα επανεμφανιστεί. Προτείνουν είτε ετήσια ευθυγράμμιση με τον πληθωρισμό, είτε εφαρμογή ειδικού δείκτη «φορολογικής κόπωσης» για ελαφρύνσεις σε νοικοκυριά μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.