Μπορεί το επίκεντρο της επίσκεψης του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς στις Βρυξέλλες να ήταν οι συναντήσεις με τους Ευρωπαίους ηγέτες, όμως τα πιο ηχηρά μηνύματα ήρθαν από τη συνάντηση με τον νέο Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε.
Ο Ρούτε, χωρίς να επιβεβαιώνει ρητά, δεν διέψευσε τις φήμες περί σχεδίου για αύξηση του κατώτατου ορίου αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2032 (3,5% για εξοπλισμούς και 1,5% για υποδομές), αντί του σημερινού 2%. Σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Φρίντριχ Μερτς, ο Ρούτε τόνισε πως «ο στόχος για περισσότερες αμυντικές δαπάνες είναι αναγκαίος» λόγω της διαρκούς απειλής από τη Ρωσία.
Ο Μερτς δεν φάνηκε να απορρίπτει την πρόταση, αλλά υπογράμμισε ότι η ποσοτική αύξηση δεν αρκεί. Όπως δήλωσε, «δεν αρκεί να μιλάμε μόνο για περισσότερα χρήματα, πρέπει να μιλήσουμε για απλούστερα και ενιαία συστήματα, αυξημένες παραγωγικές δυνατότητες και αξιοποίηση διπλών (στρατιωτικών–πολιτικών) υποδομών». Ανέφερε μάλιστα ότι «η Ουκρανία μας δείχνει πώς επιτυγχάνεται αποτελεσματική παραγωγή σε πραγματικές συνθήκες πολέμου».
Για την Ελλάδα, μια αύξηση του στόχου στο 5% του ΑΕΠ θα σήμαινε υπέρβαση κάθε προβλεπόμενης δημοσιονομικής ευελιξίας. Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, η χώρα αναμένεται να διαθέσει το 2025 περίπου 2,3% του ΑΕΠ για άμυνα και 2,5% το 2026, υπερκαλύπτοντας το ισχύον όριο του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, μια ενδεχόμενη μετάβαση στο 5% θα απαιτούσε επιπλέον δαπάνες 2,5% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από το περιθώριο της ευρωπαϊκής ρήτρας διαφυγής (1,5%).
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης δήλωσε ότι το 2026 ανοίγει δημοσιονομικός χώρος 600 εκατ. ευρώ, βάσει της Λευκής Βίβλου της Κομισιόν για την Άμυνα, ReArmEU 2030. Παρόλα αυτά, τόνισε πως κάθε νέο βάρος θα πρέπει να συνοδεύεται από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ή ανακατανομή δαπανών.