Σφοδρή επίθεση κατά των δημοσκοπήσεων που αποτυπώνουν αρνητική εικόνα για τη διαχείριση της αμερικανικής οικονομίας εξαπέλυσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ακολουθώντας τη γνώριμη επικοινωνιακή τακτική του όταν τα στοιχεία δεν συνάδουν με το αφήγημά του. Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος εξέφρασε δημόσια την αγανάκτησή του μέσω της πλατφόρμας Truth Social, αμφισβητώντας ανοιχτά την αξιοπιστία των μετρήσεων που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών αξιολογεί αρνητικά την οικονομική του πολιτική.
«Πότε θα αντανακλαστεί στις δημοσκοπήσεις το μεγαλείο της Αμερικής σήμερα; Πότε θα πιστωθώ πως δημιούργησα, χωρίς πληθωρισμό, ίσως την καλύτερη οικονομία στην ιστορία της χώρας μας;» διερωτήθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ, χρησιμοποιώντας για ακόμη μία φορά υψηλούς τόνους και υπερβολικούς χαρακτηρισμούς. Παράλληλα, επανέλαβε τις επιθέσεις του κατά του Δημοκρατικού προκατόχου του, Τζο Μπάιντεν, υποστηρίζοντας ότι κληρονόμησε «καταστροφικό πληθωρισμό» από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Οι δηλώσεις του ήρθαν λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση νέας δημοσκόπησης του Πανεπιστημίου του Σικάγου για λογαριασμό του Associated Press. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, μόλις το 31% των Αμερικανών δηλώνει ικανοποιημένο από την οικονομική πολιτική του Τραμπ, ποσοστό μειωμένο σημαντικά σε σχέση με τον Μάρτιο, όταν ανερχόταν στο 40%. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση που έχει καταγράψει ο ίδιος στο συγκεκριμένο πεδίο, ακόμη και σε σύγκριση με την πρώτη του θητεία.
Την ίδια στιγμή, το 68% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σε κακή κατάσταση, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θετική εικόνα που επιχειρεί να παρουσιάσει ο Λευκός Οίκος. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επανεκλεγεί εν μέρει στηριζόμενος στις δεσμεύσεις του για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Ο ίδιος, πάντως, επιμένει ότι «οι τιμές πέφτουν γρήγορα» και προβάλλει ως επιχείρημα την πορεία των χρηματιστηριακών δεικτών. Ωστόσο, τα επίσημα οικονομικά στοιχεία σκιαγραφούν μια πιο σύνθετη εικόνα. Ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε αυξηθεί κατά την προεδρία Μπάιντεν, παρουσίασε αρχικά επιβράδυνση μετά την επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, αλλά από τον Απρίλιο κατέγραψε εκ νέου άνοδο.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, που δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο, δείχνουν ετήσιο πληθωρισμό 2,8%. Η κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε στοιχεία για τον Οκτώβριο, επικαλούμενη την παράλυση του ομοσπονδιακού κράτους, ενώ τα δεδομένα για τον Νοέμβριο αναμένονται εντός της επόμενης εβδομάδας.
Σε μια προσπάθεια να αμβλυνθεί η αρνητική εικόνα, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, υποστήριξε ότι «όλοι οι βασικοί οικονομικοί δείκτες δείχνουν πως η οικονομία είναι στην πραγματικότητα καλύτερη και πιο δυναμική σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση». Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση ανάμεσα στην κυβερνητική ρητορική και την αντίληψη των πολιτών φαίνεται να παραμένει μεγάλη.
















