Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η εκτίναξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών το 2024, με το συνολικό ποσό να αγγίζει τα 3,4 δισ. ευρώ – αυξημένο κατά 1 δισ. ευρώ μέσα σε έναν χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης προέρχεται από τις κατηγορίες της Μέσης Τάσης (εμπορικοί καταναλωτές και μικρές βιομηχανίες) και των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης – Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ).
Σύμφωνα με τη ΡΑΑΕΥ, οι οφειλές στη Μέση Τάση εκτοξεύτηκαν από τα 115 εκατ. ευρώ το 2023 σε 514 εκατ. ευρώ το 2024. Παράλληλα, οι οφειλές στη Χαμηλή Τάση από τη μεριά των ΔΕΥΑ αυξήθηκαν θεαματικά: από μόλις 1 εκατ. ευρώ το 2023 σε 440 εκατ. ευρώ το 2024. Αθροιστικά, οι δύο αυτές κατηγορίες ευθύνονται για περίπου 750 εκατ. ευρώ από τη συνολική αύξηση των οφειλών.
Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό μέρος των χρεών των ΔΕΥΑ θεωρείται «εικονικό». Τον Δεκέμβριο του 2024, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας νομοθέτησε επιδότηση 200 εκατ. ευρώ για την κάλυψη οφειλών των ΔΕΥΑ που είχαν δημιουργηθεί έως τις 31 Οκτωβρίου 2024. Επιπλέον, οι οφειλές των ΔΕΥΑ θεωρούνται εν μέρει ανακτήσιμες λόγω της δημόσιας φύσης των επιχειρήσεων.
Αντίθετα, το πρόβλημα στη Μέση Τάση φαίνεται να αποτυπώνει μια πιο βαθιά παθογένεια στην εμπορική στρατηγική των προμηθευτών ρεύματος. Οι παροχές σε πελάτες υψηλής κατανάλωσης χωρίς επαρκείς εγγυήσεις δημιούργησαν ασφυκτικά περιθώρια και μεγάλα οικονομικά ρίσκα. Η χαμηλή συγκέντρωση προμηθευτών στην κατηγορία ενισχύει τον ανταγωνισμό, αλλά και την πιθανότητα επισφαλών πελατών.
Η εξέλιξη εντείνει την ανάγκη επανασχεδιασμού της πολιτικής χρέωσης και πιστοληπτικής αξιολόγησης από τους προμηθευτές, σε μια αγορά που ήδη πιέζεται από εξωτερικές μεταβλητές και υψηλή αστάθεια.