Οι κυρώσεις που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ στις 22 Οκτωβρίου εις βάρος των δύο μεγαλύτερων παραγωγών αργού πετρελαίου της Ρωσίας, Rosneft και Lukoil, μπαίνουν από σήμερα (21.11.25) σε πλήρη ισχύ, προκαλώντας έντονη νευρικότητα στις διεθνείς αγορές ενέργειας. Η Ρωσία εξάγει περίπου 7,4 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως σχεδόν το 7% της παγκόσμιας κατανάλωσης. Με τις νέες κυρώσεις, το μεγαλύτερο μέρος των εταιρειών που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο σε διεθνείς αγορές τίθεται πλέον στη «μαύρη λίστα». Ινδία και Κίνα, οι βασικοί αγοραστές ρωσικού αργού, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Αν και τα ινδικά διυλιστήρια δήλωσαν ότι θα μειώσουν δραστικά τις εισαγωγές τους, μέχρι στιγμής έχει παρατηρηθεί μόνο επιβράδυνση και όχι πλήρης διακοπή. Ακόμη πιο αβέβαιο παραμένει αν η Κίνα θα θελήσει να απορροφήσει τις επιπλέον ποσότητες που ίσως εγκαταλείψει η Ινδία, τη στιγμή που μεγάλοι κρατικοί αγοραστές έχουν ήδη ακυρώσει παραγγελίες.
Οι νέες κυρώσεις απαγορεύουν σε αμερικανικές εταιρείες –και όσες εξαρτώνται από αμερικανικά ή ευρωπαϊκά συστήματα χρηματοδότησης και ασφάλισης– να συναλλάσσονται με τις Rosneft, Lukoil και θυγατρικές τους. Για τις παγκόσμιες αγορές, αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου ρωσικού πετρελαίου καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο, καθώς οι περισσότερες τράπεζες, ασφαλιστικοί όμιλοι και ναυτιλιακές υπηρεσίες λειτουργούν υπό δυτική δικαιοδοσία. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον επιδιώκει να περιορίσει δραστικά τα έσοδα της Μόσχας από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, τα οποία αποτελούν περίπου το 25% του ρωσικού προϋπολογισμού. Αν και ο μηχανισμός του ανώτατου ορίου τιμής που εφαρμόστηκε από το 2022 έχει αποδειχθεί δύσκολος στην επιβολή, οι νέες κυρώσεις θεωρούνται το πιο στοχευμένο πλήγμα στην ενεργειακή βάση της Ρωσίας εδώ και χρόνια.
Στο ερώτημα αν τα νέα μέτρα μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα, ήδη παρατηρείται πτώση στις θαλάσσιες αποστολές ρωσικού αργού και σημαντική συρρίκνωση των εσόδων του Κρεμλίνου, που αγγίζουν τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δυόμισι ετών. Το μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, αφορά το πώς θα προσαρμοστούν Ινδία και Κίνα. Η Ινδία έχει ήδη περιορίσει τις παραγγελίες της, ενώ εταιρείες όπως η Reliance σταματούν την επεξεργασία ρωσικού αργού στο τμήμα εξαγωγών τους. Η Κίνα, παρά τις στενές σχέσεις με τη Μόσχα, έχει υψηλά αποθέματα και επιβραδυνόμενη οικονομία, γεγονός που καθιστά αβέβαιο το αν θα αυξήσει τις ρωσικές εισαγωγές. Τυχόν πλήρης αποχώρηση της Ινδίας θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό για αργό από άλλες χώρες και θα ωθούσε τις τιμές προς τα πάνω εξέλιξη που ήδη αποτυπώνεται στις τιμές αναφοράς στη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή, ο «σκιώδης στόλος» δεξαμενόπλοιων που διακινεί ρωσικό πετρέλαιο μπορεί να προσφέρει προσωρινή διέξοδο, αλλά η πίεση των κυρώσεων παραμένει ισχυρή.
Το αποτέλεσμα είναι ένα νέο, ασταθές τοπίο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, όπου οι ΗΠΑ επιχειρούν να περιορίσουν τα έσοδα της Ρωσίας χωρίς να προκαλέσουν σοκ στην παγκόσμια προσφορά. Το αν αυτή η ισορροπία θα διατηρηθεί ή αν θα οδηγηθούμε σε νέο κύκλο ενεργειακών αναταράξεων θα κριθεί από τις επόμενες κινήσεις Ινδίας, Κίνας και της διεθνούς ναυτιλιακής αλυσίδας.














