Οι νέοι συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα λαμβάνουν συντάξεις κατά περίπου 60% υψηλότερες σε σχέση με αυτούς του ιδιωτικού τομέα, μια διαφορά που ανέρχεται σε περίπου 451 ευρώ τον μήνα. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία του συστήματος «Ήλιος» για τον Μάρτιο, τα οποία εκδίδονται από το Ενιαίο Σύστημα Ελέγχου και Πληρωμών Συντάξεων.
Συγκεκριμένα, από τις 21.391 συντάξεις (κύριες και επικουρικές) που απονεμήθηκαν από τον ΕΦΚΑ τον Μάρτιο, οι 12.095 αφορούσαν συνταξιούχους από τον ιδιωτικό τομέα και οι 877 από το Δημόσιο. Ο μέσος όρος απολαβών για τους νέους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα ήταν μόλις 765,98 ευρώ τον μήνα, ενώ για τους πρώην δημόσιους υπαλλήλους έφτανε τα 1.216,92 ευρώ. Αυτή η διαφορά, που προσεγγίζει το 60%, αναδεικνύει τον σημαντικό αντίκτυπο της κρίσης χρέους και της υψηλής ανεργίας της μνημονιακής εποχής στα εισοδήματα, ειδικά όσων βρίσκονταν στα τελευταία έτη του εργασιακού τους βίου. Παράλληλα, φανερώνει τη σημασία της ασφάλειας του δημόσιου τομέα, όπου η μη διακοπή της απασχόλησης, παρά τις περικοπές, συνέβαλε στη «διάσωση» σημαντικού μέρους των συντάξεων.
Σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο, οι μέσες αποδοχές από κύριες συντάξεις αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 22,71 ευρώ, φτάνοντας τον Μάρτιο στα 841,39 ευρώ μεικτά.
Στο σύνολο των συνταξιούχων, ένα σημαντικό ποσοστό (περίπου 15% ή 285.329 άτομα) λαμβάνει σύνταξη γήρατος έως μόλις 500 ευρώ. Η συντριπτική πλειοψηφία, δηλαδή 855.534 άτομα ή 44,25%, λαμβάνει κύρια σύνταξη γήρατος από 501 έως 1.000 ευρώ. Συνολικά, 6 στις 10 συντάξεις γήρατος (1.140.863 κύριες συντάξεις γήρατος ή 59,01%) βρίσκονται κάτω από 1.000 ευρώ.
Τον Μάρτιο πληρώθηκαν συνολικά 4.669.470 συντάξεις, εκ των οποίων 2.859.129 ήταν κύριες, 1.374.036 επικουρικές και 436.305 μερίσματα. Η συνολική δαπάνη του ΕΦΚΑ για συντάξεις ανήλθε σε 2,72 δισ. ευρώ. Η μέση κύρια σύνταξη τον Μάρτιο ήταν 841,39 ευρώ (έναντι 818,68 ευρώ τον Μάρτιο του 2024), ενώ η μέση επικουρική σύνταξη ήταν 196,59 ευρώ και τα μερίσματα κατά μέσο όρο 112,85 ευρώ, παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητα.
Ο συνολικός αριθμός των συνταξιούχων στη χώρα εκτιμάται σε 2.501.863 άτομα. Το μεγαλύτερο ποσοστό (19% ή 476.220 άτομα) είναι μεταξύ 71 και 75 ετών, ακολουθούμενο από τις ηλικίες 66-70 ετών (17,8% ή 445.211 άτομα) και 76-80 ετών (17,4% ή 434.006 άτομα).