Περιθώριο έως τις 9 Ιουλίου για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να δώσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, παγώνοντας προσωρινά την επιβολή νέων δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Η απόφαση αυτή ήρθε έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
«Μου τηλεφώνησε και ζήτησε να παραταθεί η προθεσμία της 1ης Ιουνίου», δήλωσε ο Τραμπ από το Νιου Τζέρσεϊ. «Μου είπε ότι θέλει σοβαρές διαπραγματεύσεις και συμφώνησα να δοθεί χρόνος μέχρι τις 9 Ιουλίου. Οι διαπραγματευτικές ομάδες θα συναντηθούν σύντομα για να δούμε αν μπορούμε να καταλήξουμε σε μια λύση».
Την πρόθεση για διάλογο επιβεβαίωσε και η ίδια η φον ντερ Λάιεν με ανάρτησή της στο X (πρώην Twitter), σημειώνοντας ότι η συνομιλία με τον Τραμπ ήταν «καλή» και ότι χρειάζεται χρόνος για να επιτευχθεί μια ουσιαστική συμφωνία.
Υπενθύμιση απειλής για δασμούς 50%
Η νέα αυτή εξέλιξη ήρθε λίγα μόλις 24ωρα μετά την προειδοποίηση Τραμπ για επιβολή δασμών 50% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, κατηγορώντας την Ευρώπη για καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις. Προς το παρόν, οι ΗΠΑ διατηρούν δασμούς 25% στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, το αλουμίνιο και τον χάλυβα, ενώ υπάρχει βασικός δασμός 10% σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα προϊόντα που εισάγονται από την ΕΕ.
Στο στόχαστρο και η Apple
Κατά την ομιλία του, ο Τραμπ δεν δίστασε να επιτεθεί και στον CEO της Apple, Τιμ Κουκ, κατηγορώντας τον ότι δεν μετέφερε επαρκές μέρος της παραγωγής στις ΗΠΑ, όπως είχε δεσμευθεί.
«Πιεστική τακτική» λέει ο σύμβουλος του Τραμπ
Ο στενός οικονομικός του σύμβουλος, Στίβεν Μουρ, υποστήριξε ότι η απογοήτευση του Τραμπ αφορά τη στάση των Ευρωπαίων, οι οποίοι – όπως είπε – δεν σπεύδουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. «Αυτές οι ενέργειες είναι ένας τρόπος πίεσης ώστε να υπάρξει πρόοδος», σχολίασε χαρακτηριστικά.
Στουρνάρας: Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας για την Ελλάδα
Από την πλευρά του, ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την ελληνική οικονομία, τονίζοντας ότι οι δασμοί πλήττουν περισσότερο τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις ευρωπαϊκές οικονομίες.