Σε μια συγκυρία όπου η παγκόσμια ασφάλεια και η ενεργειακή αυτάρκεια επαναπροσδιορίζονται, η Ελλάδα εμφανίζεται όχι απλώς ως παρατηρητής αλλά ως στρατηγικός παίκτης μέσω της αναγεννημένης ναυπηγικής βιομηχανίας. Ο επικεφαλής της ONEX, Πάνος Ξενοκώστας, με μια ανασκόπηση της πορείας και των προοπτικών του κλάδου, αναδεικνύει το πολυεπίπεδο αποτύπωμα των ναυπηγείων σε άμυνα, ενέργεια και οικονομία.
Μέσα σε επτά χρόνια, όπως σημειώνει, τα ελληνικά ναυπηγεία ξεπέρασαν τα ιστορικά όρια της χώρας, με τη Σύρο και την Ελευσίνα να καταγράφουν πάνω από 800 επισκευές πλοίων. Η ανάκαμψη δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη: απαιτήθηκαν συντονισμένες κινήσεις κυβέρνησης, διεθνών θεσμών και εργαζομένων, καθώς και νομοθετικές τομές σε Ελλάδα και ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι μια βιομηχανία που αποδίδει επταπλάσια στο ΑΕΠ ανά ευρώ επένδυσης και ανακτά τον ρόλο της ως θεμέλιο ισχύος και ανεξαρτησίας.
Στο 6ο Διατλαντικό Φόρουμ Ενέργειας στην Αθήνα, η ONEX παρουσίασε τους δύο βασικούς άξονες δράσης της: τη ναυπηγική υποστήριξη νέας γενιάς πλοίων (LNG carriers, offshore ενεργειακές εγκαταστάσεις) και τις διατλαντικές επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια. Ο Ξενοκώστας βλέπει ξεκάθαρα τον μετασχηματισμό της Ελλάδας από περιφερειακή υποδομή σε κόμβο για τη ΝΑ Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Η σχέση με τις ΗΠΑ είναι πλέον θεσμοθετημένη και ενισχυμένη, με ενδείξεις προετοιμασίας για κοινά projects στην αμυντική βιομηχανία, στην κατασκευή LNG πλοίων και offshore ανεμογεννητριών. «Η επίσκεψη του Αμερικανού κυβερνήτη Doug Burgum στην Ελευσίνα δεν ήταν απλώς συμβολική – ήταν επένδυση εμπιστοσύνης», τονίζει.
Όσο για την πολυσυζητημένη εμπλοκή της ελληνικής ναυπηγικής στη νέα γενιά πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού; Ο Ξενοκώστας είναι σαφής: «Έχουμε κατασκευάσει ΤΠΚ και ΠΓΥ, μπορούμε να φτιάξουμε και φρεγάτες. Είμαστε φθηνότεροι και ταχύτεροι από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Δεν ζητάμε χάρη, ζητάμε ευκαιρία. Όχι από πατριωτισμό, αλλά από στρατηγική αναγκαιότητα.»
Η Ελλάδα μπορεί να αποδείξει ότι η βαριά βιομηχανία δεν είναι παρωχημένη αλλά αναγκαία. Το μόνο που απομένει είναι η Πολιτεία και ειδικά οι θεσμοί της άμυνας να τολμήσουν να εμπιστευτούν τις ελληνικές δυνατότητες.
















