Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) καταγράφει ευθέως «στεγαστικό πρόβλημα» που οξύνεται, ως αποτέλεσμα της διαρκούς ανόδου στις τιμές κατοικιών και στα ενοίκια, της φορολογικής επιβάρυνσης και του αυξημένου λειτουργικού κόστους (λογαριασμοί, δόσεις, συντήρηση). Σύμφωνα με την Eurostat, το 2024 τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν κατά μέσο όρο 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση,το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με τους ενοικιαστές να πιέζονται περισσότερο.
Η ειδική έκθεση της ΤτΕ για την προσιτότητα στέγασης δείχνει ότι 6 στους 10 ενοικιαστές πληρώνουν πάνω από 40% του εισοδήματός τους για στέγη. Το 40% αποτελεί το ευρωπαϊκό κατώφλι υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης, από την οποία πλήττεται περίπου το 30% των κατοίκων στα ελληνικά αστικά κέντρα (έναντι 10% στην ΕΕ). Η ΤτΕ εισηγείται ενίσχυση και επιτάχυνση πολιτικών: αύξηση και αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος, βελτίωση όρων πρόσβασης στην αγορά κατοικίας (ιδιοκατοίκηση–ενοικίαση) και θωράκιση της χρηματοοικονομικής αντοχής των νοικοκυριών.
Στο μέτωπο των τιμών, το β΄ τρίμηνο 2025 κατέγραψε ρεκόρ 17ετίας: οι τιμές διαμερισμάτων (ονομαστικά) αυξήθηκαν 7,3% ετησίως, υπερβαίνοντας το προηγούμενο ιστορικό υψηλό (γ΄ τρίμηνο 2008). Τα νέα διαμερίσματα (έως 5 ετών) αυξήθηκαν 6,8% και κινούνται 9,4 μονάδες πάνω από το ρεκόρ του δ΄ τριμήνου 2008. Τα παλαιά διαμερίσματα ανέβηκαν 7,6% ετησίως, με τον δείκτη τους να ξεπερνά το προηγούμενο υψηλό κατά 2,8 μονάδες. Παράλληλα, ο δείκτης SPI δείχνει ότι τα ενοίκια έχουν ενισχυθεί πάνω από 83% μέσα στη δεκαετία.
Παράγοντες όπως η ισχυρή ζήτηση σε μεγάλες πόλεις, η περιορισμένη νέα προσφορά, το κόστος οικοδομής και προγράμματα στήριξης νεότερων αγοραστών (π.χ. «Σπίτι Μου») επηρεάζουν τη δυναμική τιμών με τα παλαιά ακίνητα να ακριβαίνουν πλέον ταχύτερα από τα νεόδμητα, καθώς ενεργοποιείται αγοραστικό ενδιαφέρον και για ανακαινίσεις.
















