Η ελληνική αγορά ακινήτων γύρισε και φέτος το βλέμμα της στα παλαιά διαμερίσματα, αποτυπώνοντας μια εμφατική προτίμηση που επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της RE/MAX Ελλάς για το 2024. Σε εθνικό επίπεδο το 66,1 % των αγοραπωλησιών αφορούσε κατοικίες άνω των 20 ετών, ενώ στην Αττική το ποσοστό εκτοξεύθηκε στο 82,9 % και στη Θεσσαλονίκη στο 80,6 %.
Ο κυριότερος μοχλός αυτής της τάσης είναι η τιμή. Ένα παλαιό ακίνητο κοστίζει αισθητά λιγότερο από ένα νεόδμητο, επιτρέποντας σε αγοραστές με περιορισμένη ρευστότητα να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη χωρίς υψηλό αρχικό κεφάλαιο. Ταυτόχρονα μικροεπενδυτές βλέπουν ευκαιρίες υπεραξίας, υπολογίζοντας ότι μια στοχευμένη ανακαίνιση μπορεί να αυξήσει την εμπορική αξία του διαμερίσματος, ειδικά όταν αυτό βρίσκεται κοντά σε συγκοινωνίες ή σε ανερχόμενες γειτονιές.
Η χαμηλή διαθεσιμότητα νεόδμητων κατοικιών ενισχύει περαιτέρω την κατεύθυνση προς τα παλαιά. Η έλλειψη οικοπέδων και το υψηλό κόστος κατασκευής συγκράτησαν την προσφορά νέων σπιτιών, με αποτέλεσμα μόλις το 4 % των πωλήσεων στην Αττική και το 7,6 % στη Θεσσαλονίκη να αφορά πρόσφατα κτίρια. Στην υπόλοιπη χώρα το μερίδιο των νεόκτιστων φτάνει το 28 %, όμως ακόμη κι εκεί οι παλαιές επιλογές παραμένουν η πλειοψηφία.
Συνολικά οι κατοικίες αντιπροσωπεύουν το 77,1 % του συνόλου των συναλλαγών, αποδεικνύοντας ότι η ανάγκη για σταθερή στέγη υπερισχύει της επένδυσης σε εμπορικά ακίνητα. Το ποσοστό ανεβαίνει πάνω από το 87 % σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου τα υψηλά ενοίκια ωθούν τους πολίτες προς την ιδιοκατοίκηση. Η ισορροπία τιμής και προσδοκώμενης υπεραξίας καθορίζει τελικά τον δρόμο που ακολουθεί ο μέσος Έλληνας αγοραστής και εξηγεί γιατί τα παλαιά διαμερίσματα διατηρούν την πρωτοκαθεδρία τους στην αγορά ακινήτων και το 2024.