Η Ευρώπη αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά σκιά του εαυτού της. Ένας μηχανισμός ασφάλειας που απομακρύνθηκε από τον δυτικό πυρήνα του, έχασε την ψυχή του και περιπλανάται χωρίς πυξίδα, αναζητώντας ρόλο ανάμεσα σε Λονδίνο, Βερολίνο και Άγκυρα. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, μέσα από τη συμφωνία για τα Eurofighter Typhoon και την άρση του γερμανικού βέτο, αποδέχθηκαν εμπράκτως την τουρκική παρουσία στον ευρωπαϊκό στρατηγικό χάρτη, αναβαθμίζοντας την Άγκυρα σε παράγοντα σταθερότητας, τη στιγμή που η ίδια συνεχίζει να απειλεί και να εκβιάζει. Μέσα σε αυτό το θολό πλέγμα συμφερόντων η Αθήνα δεν καλείται απλώς να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα τα οποία βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά κυρίως καλείται να υπερασπιστεί την ίδια της την αξιοπρέπεια. Η ιστορία έχει αποδείξει πως η εθνική ασφάλεια είναι υπόθεση πολιτικής αυτοπεποίθησης, περηφάνιας και κοινωνικής συνοχής, ζητήματα που δυστυχώς θέτονται υπό αμφισβήτηση όσον αφορα την ελληνική πραγματικότητα.
Διπλωματία «χαμηλής ορατότητας» και το «τσαλακωμένο» Διεθνές Δίκαιο
Η Ευρώπη συζητά εργαλεία άμυνας στα οποία η Τουρκία προβάλλεται ως αναγκαίος κόμβος, επομένως ο ελληνικός ελιγμός στενεύει εάν δεν υπάρξει ρητό πλαίσιο για θαλάσσιες ζώνες, ΑΟΖ και κανόνες εμπλοκής που να είναι κατανοητοί από συμμάχους και αντιπάλους. Η εργαλειοποίηση των ροών και η πίεση στο Αιγαίο δείχνουν ότι η Άγκυρα λειτουργεί με στοχοθετημένη ισχύ, συνεπώς η ελληνική στάση χρειάζεται άμεση μετατόπιση από τον διαχειριστικό διάλογο στη μετρήσιμη αποτροπή. Διεθνή μέσα όπως οι Financial Times και ο Economist, καθώς και αναλύσεις δεξαμενών σκέψης όπως το Atlantic Council, έχουν περιγράψει την ελληνική προσέγγιση ως χαμηλής ορατότητας, γεγονός που στέλνει προς τρίτους σήμα περιορισμένης φιλοδοξίας. Η εικόνα «να μην φαινόμαστε για να μην συγκρουστούμε» παράγει κύκλους συζητήσεων χωρίς υλοποίηση, ενώ η σταθερότητα καταλήγει να λειτουργεί ως προθάλαμος τετελεσμένων.
Από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 29 Σεπτεμβρίου η Πρσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα έμεινε περίπου οκτώ μήνες «ακέφαλη», η Kimberly Guilfoyle ορκίστηκε μόλις στα τέλη Σεπτεμβρίου, χωρίς να έχει αναλάβει ενεργά. Συνεπώς, το ερώτημα μετατοπίζεται από το «ποιος» στο «με ποιο χαρτοφυλάκιο». Ταυτόχρονα, στο κρίσιμο πεδίο παραμένουν ανοιχτά ζητήματα που διαβρώνουν την αξιοπιστία αποτροπής απο την ελληνική πέυρα, καθώς το casus belli για τα 12 μίλια εξακολουθεί να ισχύει, η συζήτηση για την επέκταση χωρικών υδάτων μένει ασαφής, οι κινήσεις γύρω από την ΑΟΖ σκοντάφτουν στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, τα θαλάσσια πάρκα μετατρέπονται σε νέο σημείο τριβής και η υπόθεση Σινά ανέδειξε κενά συντονισμού. Κακά τα ψέματα, η εξωτερική πολιτική πατά σε οικονομία και θεσμούς, επομένως όταν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις διογκώνονται και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν παράγει προσανατολισμό η διαπραγματευτική ισχύς φθίνει, άρα απαιτείται διαφανής ιεράρχηση προτεραιοτήτων και εθνική πολιτική πρόταση που μετατρέπει τις διαδικασίες σε αποτέλεσμα ώστε η αποτροπή τετελεσμένων να λειτουργεί ως μόνιμος μηχανισμός και όχι ως «κρυφτό» πίσω από το Διεθνές Δίκαιο.
Η Τουρκία ως «κράτος δικαίου»
Μετά το πραξικόπημα του 2016 οι αρχές προχώρησαν σε πάνω από 150.000 απολύσεις/απομακρύνσεις δημοσίων υπαλλήλων και σε τουλάχιστον 77.000 συλλήψεις, ενώ οι έρευνες για «τρομοκρατία» αφορούν 700.000+ άτομα συνολικά (επισήμως εκατοντάδες χιλιάδες)• μόνο στις ένοπλες δυνάμεις έχουν κρατηθεί 25.800 στρατιωτικοί από τότε.
Στον Τύπο, η χώρα υπήρξε παγκόσμια «πρωταθλήτρια» φυλακίσεων το 2016 με τουλάχιστον 81 δημοσιογράφους στη φυλακή και, ενδεικτικά, 25 νέες προφυλακίσεις δημοσιογράφων το α’ τρίμηνο του 2025, ενώ σε μαζικές κινητοποιήσεις τον Μάρτιο 2025 κρατήθηκαν πάνω από 1.100 διαδηλωτές και τουλάχιστον 10 δημοσιογράφοι. Παράλληλα, ο ποινικός διωγμός της έκφρασης συνεχίζεται, μόνο το 2021 ασκήθηκαν >11.000 διώξεις για «εξύβριση του προέδρου», με τα συνολικά κρούσματα να υπολογίζονται σε δεκάδες χιλιάδες τα τελευταία χρόνια.
Ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης έχει καταδικαστεί ήδη σε ποινές φυλάκισης για «εξύβριση» εκλογικών και δικαστικών λειτουργών, έχει τεθεί υπό περιορισμό και αντιμετωπίζει σωρευτικά νέες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων «κατασκοπεία» και «διαφθορά», με τα δικαστήρια να προσθέτουν επιπλέον ποινές και να εξετάζουν νέους φακέλους σε διαδοχικές δίκες. Οι υποθέσεις Καβαλά και Ντεμιρτάς παραμένουν ανοιχτές παρά τις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ, επιβεβαιώνοντας ένα καθεστώς όπου η αντιπολίτευση, η κοινωνία των πολιτών και τα ανεξάρτητα ΜΜΕ λειτουργούν υπό διαρκή απειλή.
Εν κατακλείδι
Μπορεί τελικά η Ελλάδα να μετατρέψει τη βολική ηρεμία της αναμονής σε ηρεμία αποφασιστικότητας, να ενώσει εξωτερική πολιτική, οικονομία και θεσμούς σε ένα ενιαίο εθνικό σχέδιο και να κλειδώσει γραμμές που αποτυπώνονται σε πράξεις; Δεν θα θέλαμε να σκεφτούμε ότι μια κυβέρνηση περιμένει να φουντώσει περισσότερο η κοινωνική δυσαρέσκεια για να παίξει τα χαρτιά της πάνω σε μια εθνική κρίση προσδοκώντας παράταση χρόνου στη διακυβέρνηση. Η ευθύνη, συνεπώς, μεταφέρεται στην επί του παρόντος πράξη, δηλαδή, κατά πόσο η χώρα μπορεί εντέλει να ασκήσει πολιτική ισχύος με μετρήσιμα αποτελέσματα, στο αν οι συμμαχίες θα αποδειχθούν ουσιαστικές όταν χρειαστούν, στο αν οι κόκκινες γραμμές θα αναγνωριστούν ως πραγματικές και στο αν το ευρύ πολιτικό σύστημα θα περάσει από την παλαιοκομματική και ψηφοθηρική νοοτροπία σε μια πολιτική που υπηρετεί σταθερά τα εθνικά συμφέροντα.
Επιμέλεια – Σχόλιο: Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης














