Η Giorgio Armani, γνωστή απλώς ως Armani, αποτελεί έναν από τους πιο ισχυρούς οίκους μόδας πολυτελείας στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1975 στο Μιλάνο από τον Giorgio Armani και τον συνεργάτη του, αρχιτέκτονα Sergio Galeotti. Από τα πρώτα χρόνια, η εταιρεία ξεχώρισε για τον μινιμαλιστικό σχεδιασμό της και τη διαρκή προσπάθεια ελέγχου της ποιότητας, κατακτώντας διεθνώς τις αγορές της υψηλής ραπτικής, του prêt-à-porter, των αξεσουάρ και της εσωτερικής διακόσμησης.
Η αυτοκρατορία Armani συνεργάζεται με κολοσσούς όπως η Luxottica για γυαλιά και η L’Oréal για αρώματα και καλλυντικά. Σήμερα, θεωρείται ο τρίτος μεγαλύτερος ιταλικός όμιλος μόδας, μετά τη Gucci και την Prada, με ετήσιο τζίρο κοντά στα 6 δισ. ευρώ και πάνω από 7.300 εργαζομένους.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Armani άνοιξε εμβληματικά καταστήματα σε Μιλάνο, Χονγκ Κονγκ, Νέα Υόρκη και Τόκιο, ενώ συνεργάστηκε ακόμη και με τη Samsung για την παραγωγή premium ηλεκτρονικών ειδών. Το 2016, ίδρυσε το Giorgio Armani Foundation, με στόχο να διασφαλίσει τη διαχρονικότητα της εταιρείας και τη στήριξη κοινωνικών έργων.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ήταν ο πρώτος οίκος που διοργάνωσε επίδειξη μόδας χωρίς κοινό, ενώ μετέτρεψε τα ιταλικά εργοστάσια σε μονάδες παραγωγής ιατρικών στολών. Ωστόσο, η συνέχιση των δραστηριοτήτων της στη Ρωσία, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, προκάλεσε έντονες επικρίσεις για ζητήματα εταιρικής ευθύνης.
Το 2024, η Giorgio Armani Operations τέθηκε υπό δικαστική διαχείριση στην Ιταλία, μετά από έρευνα για απασχόληση αδήλωτων Κινέζων εργατών, μια υπόθεση που σκίασε τη λαμπρή της πορεία. Παρά τις προκλήσεις, η Armani εξακολουθεί να συμβολίζει το ιταλικό στυλ και την κομψότητα σε παγκόσμια κλίμακα.