Τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος του ΦΠΑ, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Παρότι οι επιχειρήσεις δεν μετακυλίουν πάντα ολόκληρη την αύξηση του φόρου στις τιμές, τελικά ο καταναλωτής είναι αυτός που πληρώνει—με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Όταν ο ΦΠΑ αυξάνεται, για παράδειγμα από 13% σε 24%, πολλές μικρές ή λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις απορροφούν ένα μέρος της αύξησης για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Όμως αυτή η «υπομετακύλιση» έχει όρια. Όταν οι πιέσεις αυξηθούν, το κόστος περνάει στον πελάτη—είτε με άμεση αύξηση τιμών, είτε με έμμεσες επιβαρύνσεις όπως η πτώση της ποιότητας ή η συρρίκνωση της προσφοράς.
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή σε βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα και η εστίαση. Εκεί, η μετακύλιση της επιβάρυνσης είναι σχεδόν αναπόφευκτη, πλήττοντας περισσότερο τα πιο ευάλωτα εισοδήματα.
Η φύση του ΦΠΑ ως έμμεσου φόρου καθιστά το πρόβλημα πιο έντονο: επιβάλλεται ανεξαρτήτως εισοδήματος και επηρεάζει δυσανάλογα όσους έχουν χαμηλότερη αγοραστική δύναμη.
Το 2024, τα έσοδα του κράτους από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν στα 23,6 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω ενίσχυσης της κατανάλωσης και των ηλεκτρονικών πληρωμών. Ωστόσο, η Κομισιόν έχει απευθύνει προειδοποίηση στην Ελλάδα, ζητώντας συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή οδηγία για τον ΦΠΑ και απειλώντας με παραπομπή στο Δικαστήριο της ΕΕ αν δεν ληφθούν μέτρα εντός δύο μηνών.