Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας παρουσιάζουν εξαιρετική πορεία, ξεπερνώντας τις προβλέψεις και επιτρέποντας στην κυβέρνηση να σχεδιάζει μόνιμες παροχές με τη σύμφωνη γνώμη των Βρυξελλών. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία των εαρινών οικονομικών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει ακόμη προκλήσεις σε κρίσιμα θέματα όπως η ανταγωνιστικότητα, η σύνδεση αγοράς εργασίας και εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς.
Παρά το αβέβαιο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον και τις προς τα κάτω αναθεωρημένες προβλέψεις για την Ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και διατηρεί σταθερή την αναπτυξιακή της πορεία. Η Επιτροπή προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για το 2025 και 2,2% για το 2026, επιδόσεις που υπερβαίνουν σημαντικά τον μέσο όρο της ΕΕ (1,1% και 1,5% αντίστοιχα) και της Ευρωζώνης (0,9% και 1,4% αντίστοιχα). Κύριοι μοχλοί αυτής της ισχυρής επίδοσης είναι η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, υποστηριζόμενη από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, και η επιτάχυνση των επενδύσεων, οι οποίες ενισχύονται από την υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 7,8% το 2025 και 7,3% το 2026.
Στον δημοσιονομικό τομέα, η Ελλάδα συνεχίζει την πορεία εξυγίανσης. Μετά από ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ το 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης 0,7% του ΑΕΠ το 2025 και 1,4% το 2026. Ειδικά για το πρωτογενές πλεόνασμα, οι προβλέψεις είναι 3,8% του ΑΕΠ φέτος και 4% το 2026, μετά το 4,8% του 2024. Αυτή η θετική πορεία αντανακλάται στη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο προβλέπεται να υποχωρήσει στο 146,6% το 2025 και στο 140,6% το 2026.
Παρά τη θετική εικόνα, η ελληνική αγορά αντιμετωπίζει προκλήσεις. Βασικό «αγκάθι» παραμένει ο πληθωρισμός, ο οποίος προβλέπεται στο 2,8% το 2025 και 2,3% το 2026, ποσοστά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Οι αυξήσεις μισθών ενδέχεται να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες. Σημαντική ευπάθεια αποτελεί το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο προβλέπεται να παραμείνει υψηλό (-8,2% το 2025 και -7,9% το 2026), αποδιδόμενο στην ισχυρή ζήτηση για εισαγωγές και στο αρνητικό ισοζύγιο εισοδημάτων. Εξωτερικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αδυναμία του παγκόσμιου εμπορίου ή γεωπολιτικές εντάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν εξαγωγές και τουρισμό.
Η αγορά εργασίας, αν και βελτιώνεται με μείωση της ανεργίας (9,3% το 2025, 8,7% το 2026) και αύξηση της απασχόλησης, χαρακτηρίζεται από ελλείψεις εργατικού δυναμικού και αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, ιδιαίτερα σε τομείς όπως κατασκευές, τουρισμός και ICT. Αυτό εξηγεί εν μέρει τους σχετικά αργούς ρυθμούς αύξησης των μισθών στην Ελλάδα. Ωστόσο, προβλέπεται άνοδος των ονομαστικών μισθών (περίπου 4% το 2025, 3% το 2026) και αύξηση των πραγματικών μισθών (κατά μέσο όρο 1,3% ετησίως), υποστηριζόμενη από τον κατώτατο μισθό και τις μειώσεις ασφαλιστικών κρατήσεων.