Η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει μεταπολιτευτικά ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο. Τις ιστορικές αποφάσεις για τον δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που λήφθηκαν μετά το 1974 και για μισό αιώνα ισχύον ανεξαρτήτως της εναλλαγής στην εξουσία κομμάτων με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές.
Αυτό που σήμερα απαιτείται περισσότερο από ποτέ είναι να τεθεί εκ νέου και με αξιοπιστία το αίτημα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες, οι υστερήσεις και τα βαρίδια σε πολλά μέτωπα που ακόμα δυστυχώς χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα: αναχρονιστικές νοοτροπίες, πελατειακές σχέσεις, κρατικιστικές λογικές και συντεχνιακά συμφέροντα που εκτρέφουν την «αμυντική καθήλωση» στα ήδη εξασφαλισμένα.
Ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός αφορά μια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη προσπάθεια σύγκλισης της ελληνικής κοινωνίας με τις πιο προηγμένες, ευρωπαϊκές μορφές οργάνωσης της οικονομίας και του κράτους, την εναρμόνιση των ελληνικών θεσμών με τις πρακτικές των ευρωπαϊκών χωρών και την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας. Δεν είναι μια φάση ή ένα στάδιο ανάπτυξης, αλλά μια διαρκής κοινωνική διεργασία.
Ο εκσυγχρονισμός αφορά τελικά μια νέα αντίληψη για τη λειτουργία της κοινωνίας που διευρύνει τις ελευθερίες και τις δυνατότητες των πολιτών, για αυτό και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ορθολογισμό, απέναντι σε προκαταλήψεις, ιδεολογήματα, εμμονές και φαντασιώσεις.
Εκσυγχρονισμός πρώτα από όλα σημαίνει εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και τις κοινωνικά επωφελείς συνέπειες της ατομικής πρωτοβουλίας. Ταυτόχρονα επαγγέλλεται μια νέα εξισορρόπηση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα σε συνδυασμό με τον κατάλληλο καθορισμό της φύσης του ατομικισμού στη σημερινή κοινωνία.
Μια νέα ισορροπία που περνάει μέσα από την επαναβεβαίωση της προτεραιότητας της ελευθερίας ως ηθική επιταγή της πολιτικής οικονομίας, πέρα από την κυριαρχία του στείρου οικονομισμού, απότοκου του φιλοσοφικού ωφελιμισμού.
Με άλλα λόγια, ο εκσυγχρονισμός, δεν αναφέρεται στην παντελή απουσία πολιτικών ρυθμίσεων της οικονομικής δραστηριότητας ούτε περιορίζεται σε έναν στενό ευδαιμονιστικό υπολογισμό. Αντίθετα, η σχέση ελευθερίας και ισότητας κατανοείται ως ζήτημα συμφιλίωσης μεταξύ της αλληλεγγύης και της αυτονομίας, όπου η τελευταία δεν μπορεί να θεωρείται ταυτόσημη με τον εγωισμό και την συμφεροντολογική συμπεριφορά της αγοράς που μεγιστοποιεί το κέρδος.
Ο «νέος ατομικισμός» επιζητεί μια ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και της επιχειρηματικότητας αφενός, και του κοινωνικού καθήκοντος και της ηθικής ευθύνης αφετέρου.
Το επόμενο πεδίο σχετίζεται με την ανάγκη να επανασχεδιαστεί η λειτουργία του κράτους καθώς και να επαναξιολογηθεί η λογική των προνοιακών πολιτικών.
Ο εκσυγχρονισμός προτάσσει την ανάγκη σχεδιασμού ενός κράτους-στρατηγείο που θα επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού (οικονομικού) περιβάλλοντος αφενός, και στην κοινωνική επένδυση αφετέρου, που σημαίνει να ενισχύει την ικανότητα και τις γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού μιας χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό, ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στην νεοφιλελεύθερη λογική του «να τα βγάζει ο καθένας πέρα μόνος του», ούτε στην πρόνοια τύπου γκουβερνάντας, όπου το κράτος σε φροντίζει από την κούνια μέχρι τον τάφο σου, αλλά σε μια «γενναιόδωρη επιλεκτικότητα» όπου στόχος είναι να «βοηθάμε τους ανθρώπους να βοηθήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους».
Πρόκειται για ένα σύγχρονο κράτος επενδύσεων το οποίο απομακρύνεται τόσο από τον οικονομικό ωφελιμισμό των συντηρητικών αλλά και νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όσο και από τον σοσιαλιστικό εξισωτισμό, ο οποίος αποτελεί κατ’ ουσία μια μορφή ισοπεδωτικής ισότητας.
Εκσυγχρονισμός σημαίνει επίσης αξιολόγηση, σχεδιασμός, μέτρηση αποτελεσμάτων, προϋπολογισμός, έλεγχος δαπανών και δημοσιονομικών κανόνων.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, μια εκσυγχρονιστική πολιτική αναδεικνύει τη σημασία μιας συγκροτημένης Εθνικής Στρατηγικής, που επιτρέπει στην πατρίδα μας όχι απλώς να αντιδρά, αλλά να δημιουργεί τις προϋποθέσεις διπλωματικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχυροποίησης, συγχρονιζόμενη με την μεγάλη εικόνα και λαμβάνοντας υπόψη το αναδιατασσόμενο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε εταίρους, συμμάχους και ανταγωνιστές.
Η Ιδεολογική Στρατηγική του Ριζοσπαστικού Κέντρου είναι να συνδυάσει, σύμφωνα με τον Ν. Bobbio, τους στόχους του σοσιαλισμού για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη με τις αρχές και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η σύνθεση, ωστόσο, των δύο ρευμάτων δεν συνίσταται απλώς και μόνο σε ένα εκλεκτικό άθροισμα ανάμεσα στα καλύτερα στοιχεία των δύο ιστορικών ιδεολογιών. Αντίθετα, σημαίνει ποιοτική αλλαγή και πέρασμα σε ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο που δεν υπήρξε ποτέ πριν.
Πρόκειται κατ’ ουσία για μια βαθιά διαδικασία ανα-σύνθεσης της πολιτικής που θα ξεπερνά το παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς και θα υπερβαίνειτόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία, όσο και τον νεοφιλελευθερισμό.
Η σύνθεση των δύο ρευμάτων συνίσταται σε μια διαδικασία ανα-σύνθεσης της πολιτικής που θα ξεπερνά το παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς.
Σύμφωνα με τη θεωρία «του αποκλεισμού του Τρίτου», ο πολιτικός χάρτης είναι χωρισμένος σε δύο μόνο μέρη, όπου το ένα αποκλείει το άλλο και τίποτα δεν μεσολαβεί μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη θεωρία «της συμμετοχής του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς μεσολαβεί ένας χώρος που δεν ανήκει ούτε στην Αριστερά, ούτε στην Δεξιά, αλλά βρίσκεται σε ίση απόσταση και από τις δύο.
Αντίθετα, σύμφωνα με την θεωρία «της σύνθεσης του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς υπάρχει ένας χώρος που δεν βρίσκεται στο μέσον μεταξύ των δύο άκρων, αλλά επιθυμεί να πάει πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά. Πρόκειται λοιπόν, για τη διαμόρφωση ενός χώρου που εμφανίζεται όχι ως συμβιβασμός μεταξύ δύο άκρων, αλλά ως μορφή υπέρβασης του ενός και του άλλου, και επομένως ως ταυτόχρονη παραδοχή και αναίρεση.
Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών/αξιακών πλαισίων τους, αλλά και την επανανοηματοδότησή τους, εξαιτίας της κρίσης που βιώνουν τόσο το μοντέλο της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και του νεοφιλελευθερισμού στη μεταβιομηχανική εποχή.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που περάσαμε και τα παρελκόμενά της (υψηλή ανεργία, χαμηλό ΑΕΠ, αυστηρά προγράμματα περικοπών των δημόσιων δαπανών, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους) τροφοδότησαν τις δυνάμεις που βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού φάσματος. Διότι αυτές οι συνέπειες της κρίσης, σε συνδυασμό με τις ανακατατάξεις που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση και η μεταναστευτική ροή, διάχυσαν μιαν ανησυχία στον κόσμο, τους καρπούς της οποίας έδρεψαν τα ακροδεξιά σχήματα. Απ’ αυτή την ανησυχία επωφελήθηκαν επίσης τα αντι-συστημικά κινήματα, που στρέφονται κατά της παγκοσμιοποίησης και τελικά κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σήμερα, χρειάζεται να συνδέσουμε την κλιματική κρίση με την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μετανάστευση με τις ανακατατάξεις του εργατικού δυναμικού και τον εμπλουτισμό του με νέες δεξιότητες, την καινοτομία και την έρευνα με την κοινωνική πολιτική και την αναπτυξιακή στρατηγική.
Η ελληνική πραγματικότητα δεν μπορεί άλλο να τρέφεται από λαϊκίστικές αυταπάτες και βολικές ψευδαισθήσεις, να έλκεται από την αρχαιολατρία και τη θρησκοληψία, να στηρίζεται σε απλοϊκές εξηγήσεις και τελικά να οδηγείται στη δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας το σύνδρομο μιας Ελλάδας φοβικής, περίκλειστης, περιχαρακωμένης στα νότια όρια της βαλκανικής χερσονήσου.
Με πρόταγμα το αξιακό παράδειγμα του φιλελεύθερου διεθνισμού και πυρήνα του εθνικού συμφέροντος τον γεωπολιτικό ρεαλισμό, να αναπτύξουμε μια Εθνική Στρατηγική που αποπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά.
Τα φιλόδοξα βέβαια σχέδια εκσυγχρονισμού, από τον αστικό εκσυγχρονισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου, την ανάπτυξη των δεκαετιών του 50 και του 60, μέχρι την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, το Ελσίνκι, τα μεγάλα έργα και την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, απαιτούν συναινέσεις, κοινωνικές συμμαχίες και κυρίως αναγκαίες λειτουργικές και θεσμικές αλλαγές που θα μεταβάλλουν τις συνήθειες μεγάλων στρωμάτων της διοίκησης και της κοινωνίας.
Για αυτό σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι η στιγμή που με σημείο αναφοράς το «Ριζοσπαστικό Κέντρο» και με στρατηγική τον «Ευρωπαϊκό Εκσυγχρονισμό» μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί ένα μεγάλο ευρωπαϊκό μέτωπο που κινείται σε μεταρρυθμιστική τροχιά και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση, από κόμματα, κινήσεις πολιτών και μεμονωμένους πολιτικούς, από την κεντροδεξιά μέχρι την κεντροαριστερά, την πολιτική οικολογία, την ανανεωτική και δημοκρατική αριστερά.
Είναι αυτές οι δυνάμεις που με τη στρατηγική του Ριζοσπαστικού Κέντρου μπορούν να θέσουν εκ νέου και με αξιοπιστία το αίτημα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας.

Χρήστος Μπαξεβάνης
Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ – Διεθνολόγος
πρ. Ειδικός Εμπειρογνώμων