Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε μια από τις πιο επιδραστικές μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, καθώς κατάφερε να διαμορφώσει τη σχέση του λαού με την ίδια την πολιτική. Από την πρώτη του εμφάνιση, διέψευσε τις προσδοκίες όσων πίστευαν ότι θα περιοριστεί στον ρόλο ενός τεχνοκράτη με αμερικανική παιδεία και προσεκτική διατύπωση. Αντίθετα, εξέφρασε με ρητορική ευκρίνεια και ιδεολογικό πάθος την ανάγκη μιας χώρας που ήθελε επιτέλους να ακούγεται με το δικό της στόμα, να σχεδιάζει με το δικό της χέρι και να ορίζει με δική της ευθύνη το μέλλον της.
Επιμέλεια – Σχόλια: Νεκτάριος Ντούζουγλης – Χορμοβίτης

«Δεν μας αξίζει να είμαστε δορυφόροι κανενός. Η Ελλάδα έχει φωνή και θα τη χρησιμοποιήσει.»
— Ανδρέας Παπανδρέου

Το 1981, η νίκη του ΠΑΣΟΚ ήταν έναες βροντερός κοινωνικός μετασχηματισμός. Το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» δε λειτουργούσε απλώς ως επικοινωνιακό εργαλείο, αλλά εξέφραζε μια συσσωρευμένη ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό, για αναγνώριση, για ισότητα. Στην περίφημη ομιλία του στο Πεδίο του Άρεως, ο Παπανδρέου στην ουσίαανέλαβε το βάρος ενός ιστορικού αιτήματος, δίνοντας πολιτική φωνή σε κοινωνικές δυνάμεις που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν με συγκατάβαση.
Η ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στο Σύνταγμα το 1985
Κρίσεις εθνικής υπερηφάνιας
Η εξωτερική του πολιτική δεν βασίστηκε στην προσδοκία εύκολων συμμαχιών ούτε στον φόβο απομόνωσης. Επέλεξε μια στρατηγική που στηριζόταν στην αρχή της ισότιμης παρουσίας της χώρας στον διεθνή διάλογο, με στόχο όχι την επιβεβαίωση από τους “ισχυρούς”, αλλά τον σεβασμό. Η κρίση του 1987, με την έξοδο του τουρκικού σκάφους «Sismik» στο Αιγαίο, αποτέλεσε ίσως την πιο χαρακτηριστική στιγμή αυτής της αντίληψης. Με αποφασιστικότητα, διέταξε στρατιωτική ετοιμότητα, απέτρεψε τη σύγκρουση χωρίς να κάνει πίσω, και έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται το αυτονόητο.
Πέρα από τις μεμονωμένες κρίσεις, υπήρξαν και διεθνείς πρωτοβουλίες που φανέρωναν έναν ηγέτη με ευρύτερη αντίληψη του γεωπολιτικού χάρτη. Η «Πρωτοβουλία των Έξι» για τον διεθνή αφοπλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη, στην οποία συμμετείχε με ηγέτες άλλων χωρών εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, επιβεβαίωσε ότι ο Παπανδρέου δεν περιοριζόταν στη διαχείριση εθνικών υποθέσεων· επεδίωκε ρόλο στον σχεδιασμό μιας δικαιότερης παγκόσμιας πολιτικής.
Οι κόντρες
Οι κοινοβουλευτικές του αντιπαραθέσεις υπήρξαν σφοδρές, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις διατηρούσαν έναν άρρητο θεσμικό σεβασμό. Με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, παρά τις διαφορές, υπήρχε μια βαθιά, αν και σιωπηρή, αναγνώριση του ότι και οι δύο υπηρέτησαν με συνέπεια ένα κοινό ζητούμενο ‘οπως την ανεξαρτησία και την προκοπή αυτού του τόπου. Δεν αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις, αλλά διατήρησαν την πυκνότητα του ιστορικού διαλόγου. Αντίθετα, η σχέση του Παπανδρέου με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη υπήρξε ανοιχτά ανταγωνιστική. Οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις δεν περιορίζονταν στην πολιτική αντιπαλότητα· είχαν χαρακτήρα βαθύτερης σύγκρουσης αντίληψης για την πολιτική, την εξουσία και την κοινωνία.
Η εποχή της φθοράς
Αναμφίβολα, υπήρξαν και στιγμές φθοράς. Η εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση Κοσκωτά, οι παρατεταμένες μάχες με την ασθένεια, η πίεση της εξουσίας, άφησαν το αποτύπωμά τους. Ωστόσο, εκείνο που επέζησε μέσα στον χρόνο είναι η μνήμη ενός ηγέτη που δεν υποτίμησε ποτέ τον ρόλο του και δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ερωτήματα: τι σημαίνει κυριαρχία, τι σημαίνει ισότητα, τι σημαίνει ευθύνη απέναντι στην Ιστορία.
Ο «Ανδρέας» στο παρόν
Η παρουσία του, ακόμη και μετά τον θάνατό του το 1996,αποτελεί υπόμνηση ότι κάποτε η πολιτική στην Ελλάδα μπορούσε να μιλήσει με όρους οραματικούς, χωρίς να χάσει την επαφή με τον καθημερινό άνθρωπο. Και ίσως γι’ αυτό, όταν ακούγεται το όνομά του, οι περισσότεροι δεν λένε απλώς «Παπανδρέου». Λένε «ο Ανδρέας», από ενστικτώδη και εικρινή αναγνώριση μιας εποχής όπου η πολιτική δεν ήταν διαχειριστική τέχνη, αλλά προέκταση της εθνικής αξιοπρέπειας.