Νέο πακέτο στήριξης των επιχειρήσεων με έμφαση στη φορολογική ελάφρυνση και την ενίσχυση της ρευστότητας σχεδιάζει η κυβέρνηση, με τις επίσημες ανακοινώσεις να αναμένονται στις αρχές του νέου έτους και την εφαρμογή των μέτρων να τοποθετείται χρονικά από το 2027. Πρόκειται για μια δέσμη παρεμβάσεων που στοχεύει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην ενίσχυση της επενδυτικής ελκυστικότητας της χώρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο πακέτο θα περιλαμβάνει φοροελαφρύνσεις για τα νομικά πρόσωπα, καθώς και την εισαγωγή ενός νέου συστήματος φορολόγησης των επιχειρηματικών ομίλων. Το πλαίσιο αυτό θα είναι εναρμονισμένο με τα πρότυπα του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βασικό στόχο τη δημιουργία ενός πιο σταθερού και ανταγωνιστικού φορολογικού περιβάλλοντος, ικανού να προσελκύσει επενδύσεις και να ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.
Κεντρική προτεραιότητα των νέων παρεμβάσεων αποτελεί η μείωση της προκαταβολής φόρου, ένα διαχρονικό αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου. Η προκαταβολή φόρου υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να προπληρώνουν μέρος του φόρου που αντιστοιχεί στα κέρδη της επόμενης χρήσης, γεγονός που περιορίζει τη ρευστότητά τους και επιβαρύνει τις λειτουργικές τους ανάγκες, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένου κόστους.
Σήμερα, η προκαταβολή φόρου για τις επιχειρήσεις ανέρχεται στο 80% του φόρου εισοδήματος, μετά την αφαίρεση των παρακρατήσεων. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες το ποσοστό διαμορφώνεται στο 55%, ενώ για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις υπολογίζεται στο 50% για τις τρεις πρώτες χρήσεις, με εξαίρεση όσες προκύπτουν από συγχώνευση ή μετατροπή. Οι φορείς της αγοράς εκτιμούν ότι μια γενναία μείωση της προκαταβολής θα προσφέρει ουσιαστική «ανάσα» ρευστότητας, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να καλύπτουν πάγια και λειτουργικά έξοδα και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητά τους.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στην προοπτική κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος, ενός μνημονιακού φόρου που επιβάλλεται ανεξαρτήτως κερδοφορίας. Το τέλος επιτηδεύματος θεωρείται από την αγορά αντιαναπτυξιακό μέτρο, καθώς αυξάνει το σταθερό κόστος λειτουργίας, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η κατάργησή του εκτιμάται ότι θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, θα μειώσει τα εμπόδια εισόδου για νέες επιχειρήσεις και θα δημιουργήσει πιο ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις.
Παρά το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγονται τα μέτρα, κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι η ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και η δημιουργία βιώσιμων επιχειρήσεων θα συμβάλουν στη μεσοπρόθεσμη αντιστάθμιση των απωλειών.















