Το γεγονός ότι νέα αρχιτεκτονική εφοδιασμού στη ΝΑ Ευρώπη με την Αλεξανδρούπολη είναι ήδη σε εμπορική λειτουργία ως πύλη LNG και η συμφωνία έχει κάποια βαρύτητα, διότι υλοποιεί την αμερικανική εξαγγελία για διοχέτευση ενέργειας στην ευρωπαϊκή αγορά. Επιπλέον, κατόπιν των απευθείας επαφών ΗΠΑ-ΕΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι επέλεξαν την Ελλάδα ως λειτουργικό κόμβο. Συνεπώς, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός τοποθετεί την Αλεξανδρούπολη στο επίκεντρο, ενώ, επί του πεδίου, προβλέπονται συμπληρωματικές εγκαταστάσεις ώστε το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) να αφικνείται, να επαναεριοποιείται και να διοχετεύεται στο εσωτερικό δίκτυο. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία κινείται ως πάροχος καιαναδιανομέας μέσω BOTAŞ και σχεδίου gas hub στην Ανατολική Θράκη. Παράλληλα, το υφιστάμενο ελληνικό σύστημα μεταφοράς καθίσταται διάδρομος προς τη Βουλγαρία και, ακολούθως, μέσω διασυνδέσεων προς τη Ρουμανία. Εκεί, το ρεύμα εφοδιασμού διακλαδώνεται, αφενός προς Μολδαβία-Ουκρανία, αφετέρου προς Ουκρανία-Σλοβακία. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα αναλαμβάνει ρόλο πύλης εισόδου για το αμερικανικό LNG στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, επί τα αυτά με την ευρωπαϊκή στρατηγική διαφοροποίησης πηγών και οδεύσεων.

Εξάλλου, η κατεύθυνση αυτή δεν αποτελούσε τον προεπιλεγμένο ελληνικό προσανατολισμό τα προηγούμενα έτη. Παρότι η δημόσια ρητορική τόνιζε την υπέρβαση των ορυκτών καυσίμων και την «πράσινη» μετάβαση, είχε υπάρξει και σαφής προγενέστερη δήλωση του Πρωθυπουργού από το βήμα του ΟΗΕ κατά των υδρογονανθράκων. Εντούτοις, η τρέχουσα συγκυρία επανακαθορίζει προτεραιότητες και μετατοπίζει την έμφαση στην ασφάλεια εφοδιασμού και στις υποδομές φυσικού αερίου. Κατά συνέπεια, το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα δεν είναι η αποδοχή της αμερικανικής στρατηγικής, αλλά η αποτίμηση καθαρών ωφελειών για την ελληνική οικονομία και το ενεργειακό σύστημα.
Συνακόλουθα, το οικονομικό αποτύπωμα θα εξαρτηθεί από τη συμβατική αρχιτεκτονική και τη μετοχική συμμετοχή ελληνικών φορέων, με αιχμή τη ΔΕΠΑ. Υπ’ αυτή την έννοια, η απόδοση κεφαλαίων, τα τιμολόγια χρήσης υποδομών, οι χρεώσεις μεταφοράς και οι μηχανισμοί κατανομής ισχύος εισόδου-εξόδου συνιστούν παραμέτρους που θα κρίνουν αν το έργο μεταφράζεται σε διατηρήσιμα έσοδα και σε μείωση συστημικού κινδύνου. Ταυτόχρονα, απαιτούνται σαφείς ρήτρες διαφάνειας, μετρήσιμα KPI (διαθεσιμότητα terminal, αξιοπιστία ροών, κόστος ανά MWh) και αυστηρή εταιρική διακυβέρνηση, ώστε να αποκλειστεί ο κίνδυνος κακοδιαχείρισης.
Παρ’ όλα αυτά, οι θεσμικές αδυναμίες του παρελθόντος, αλλά και του παρόντος δεν μπορούν να αγνοηθούν. Άρα, το διακύβευμα είναι διττό, αφενός η ταχεία υλοποίηση υποδομών με τεχνική επάρκεια και κανονιστική συμμόρφωση, αφετέρου η διασφάλιση ότι τα οφέλη δεν θα απορροφηθούν από κλειστά συμφέροντα αλλά θα επιστρέψουν στην οικονομία μέσω ανταγωνιστικών τιμολογίων, αναβάθμισης δικτύων και ενίσχυσης της περιφερειακής θέσης της χώρας.
Επιμέλεια – Σχόλιο: Νεκτάριος Ντ. Χορμοβίτης















