Η ελληνική οικονομία μετά την πανδημία αναπτύσσεται με ρυθμό διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον τουρισμό να αποτελεί βασικό μοχλό αυτής της ανάπτυξης. Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, πολλές τουριστικές περιοχές ιδίως τα νησιά– αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις σε υποδομές, με ορισμένες να βρίσκονται στα όρια της κατάρρευσης.
Ο τουρισμός παραμένει ζωτικής σημασίας για την οικονομία, καθώς σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού (WTTC) συνέβαλε το 2024 κατά 21,7% στο ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. Από το 2023 η Ελλάδα σημειώνει διαδοχικά ρεκόρ αφίξεων, με την Τράπεζα της Ελλάδος να καταγράφει αύξηση 4,1% στους επισκέπτες και 12% στα έσοδα κατά το οκτάμηνο του 2025.
Παρά την εντυπωσιακή αυτή πορεία, οι επενδύσεις σε υποδομές παραμένουν ανεπαρκείς. Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι ετήσιες επενδύσεις δεν ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ, ενώ για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού έως το 2035 απαιτούνται περίπου 35 δισ. ευρώ, δηλαδή 3,5 δισ. ετησίως. Η μελέτη τονίζει ότι η Ελλάδα χρειάζεται εκσυγχρονισμό σε δίκτυα μεταφορών, ύδρευσης, αποχέτευσης και διαχείρισης απορριμμάτων.
Στα νησιά, όπου κατευθύνεται σχεδόν ο μισός αριθμός ξένων επισκεπτών, η πίεση είναι μεγαλύτερη. Το καλοκαίρι, η τουριστική πυκνότητα φτάνει τους 33 επισκέπτες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, έναντι μόλις δύο στην υπόλοιπη χώρα. Πολλά λιμάνια εξακολουθούν να λειτουργούν με υποδομές της δεκαετίας του 1960, χωρίς δυνατότητα διαχείρισης εκτάκτων αναγκών.
Προβλήματα υπάρχουν και στη διαχείριση απορριμμάτων και λυμάτων. Η Ελλάδα έχει καταβάλει πάνω από 149 εκατομμύρια ευρώ σε ευρωπαϊκά πρόστιμα για παράνομες χωματερές και ελλείψεις αποχετευτικών εγκαταστάσεων. Παρά τους νέους κλιματικούς φόρους διαμονής και τα τέλη κρουαζιέρας, μόνο το ένα τρίτο των εσόδων αποδίδεται στους τοπικούς δήμους.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει την αξιοποίηση όλων των εσόδων από τουριστικούς φόρους σε τοπικά έργα υποδομής, την επέκταση της τουριστικής περιόδου και τη μετάβαση από το μοντέλο μαζικού τουρισμού σε ένα μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας ανά επισκέπτη. Χωρίς αυτές τις κινήσεις, προειδοποιεί η μελέτη, η υπερφόρτωση των υποδομών κινδυνεύει να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα και τη φήμη του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.















