Αντιμέτωπο με εκτεταμένες αντιδράσεις βρίσκεται το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβάλει φόρο στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις της ΕΕ. Η πρόταση, την οποία ανακοίνωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο πλαίσιο του νέου μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού, φαίνεται πως δεν θα προχωρήσει, καθώς αντιμετωπίζει έντονη αντίθεση από πολλές κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με το Politico, η Γερμανία και η Ολλανδία ήταν οι πρώτες χώρες που αποδοκίμασαν ανοιχτά την ιδέα. Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Βρετανό πρωθυπουργό στο Λονδίνο, ξεκαθάρισε πως δεν τίθεται καν ζήτημα τέτοιας φορολόγησης, τονίζοντας ότι η ΕΕ δεν διαθέτει νομική βάση για την επιβολή άμεσων φόρων. Παρόμοια στάση υιοθέτησε και η ολλανδική κυβέρνηση, που επέμεινε στην ανάγκη μείωσης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, αντί για αύξηση των δαπανών.
Η πρόταση της Επιτροπής στόχευε στη συγκέντρωση 6,8 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ώστε να καλυφθούν ανάγκες της ΕΕ και να αποπληρωθούν υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν περιορίζονται στα κράτη-μέλη του Βορρά. Διπλωμάτες χωρών του Νότου χαρακτηρίζουν το σχέδιο πολιτικά αδύναμο και δύσκολα υλοποιήσιμο. Από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η αντιπρόεδρος της επιτροπής προϋπολογισμού και μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μόνικα Χόλμαϊερ, επεσήμανε ότι ο φόρος αντίκειται στις προσπάθειες για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ειδικά των εταιρειών μεσαίας κεφαλαιοποίησης.
Ο οικονομολόγος Ζολτ Ντάρβας από το think tank Bruegel χαρακτήρισε τον φόρο «πολύ κακή ιδέα», καθώς στηρίζεται στον κύκλο εργασιών και όχι στα κέρδη των εταιρειών, κάτι που επηρεάζει δυσανάλογα επιχειρήσεις με χαμηλά περιθώρια. Τόνισε επίσης ότι το μέτρο είναι οπισθοδρομικό και δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κλάδου.
Παρότι υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του φόρου, όπως η συμβολή των εταιρειών στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, η πρόταση της Κομισιόν συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες να εγκριθεί στην παρούσα της μορφή, ιδίως ενόψει των δημοσιονομικών πιέσεων και των πολιτικών ισορροπιών στις Βρυξέλλες.