Δεν ήταν συνέδριο, ήταν ταινία του Αγγελόπουλου με τίτλο “Ο Τσίπρας περνάει και τα φώτα χαμηλώνουν”. Μπήκε, χαιρέτησε, χτύπησαν κάτι παλαμάκια – άλλοι από σεβασμό, άλλοι για να μην τους κοιτάξει ο φακός με απορία. Κάποιοι πασοκογενείς έφυγαν ήρεμα, σχεδόν πολιτισμένα – όπως φεύγει κανείς από δεξίωση που καταλαβαίνει ότι δεν είναι πια καλεσμένος.
Ο Φάμελλος πέταξε το καρφί του: «Αρκετά με την αναμονή και την ανακύκλωση της φθοράς». Σαν να λέει στον Τσίπρα “αν είναι να το κάνεις, κάν’ το, αλλά σταμάτα να μας σιγοψήνεις στο μαγκάλι σου”.
Ο ΣΥΡΙΖΑ; Ή το τελειώνει το μαρτύριο ή το ξαναρχίζει από την αρχή. Αν μείνει έτσι, θα γίνει αυτό που λέμε στα ρεμπέτικα «ούτε για τσίπουρο στην πλατεία». Το μόνο που τον κρατάει στο προσκήνιο είναι η απουσία οποιουδήποτε σοβαρού αντιπάλου στα αριστερά του. Εκτός κι αν ο Τσίπρας σηκώσει παντιέρα μόνος του χωρίς κόμμα, χωρίς δομή, μόνο με εκείνο το κούνημα του κεφαλιού που λέει “ήμουν, είμαι και θα ξανάρθω”.
Και την ώρα που η αντιπολίτευση μυρίζει ρετσινόλαδο, οι βουλευτές της ΝΔ αλληλοκοιτάζονται: υπουργοί που δεν απαντούν στα τηλέφωνα, ραντεβού που δεν κλείνονται, έργα που ανακοινώνονται στον αέρα κι ένας 36χρονος, ο Λιάκος, που έσκασε μύτη με AI ΚΟ και έβαλε τάξη σε μια Κοινοβουλευτική Ομάδα που έχει ξεχάσει τι σημαίνει «αναφορά με ημερομηνία».
Ο Σαμαράς εν τω μεταξύ μίλησε σαν να έγραφε τον επίλογο του Πολιτικού Ρομάντσου της μεταπολίτευσης. «Σκευωρία! Στοχοποίηση!» Τα είπε. Τα τόνισε. Κι ο μάρτυρας “Σαράφης” έκανε την κωλοτούμπα της χρονιάς. Είπε πως «δεν είδε». Μα το είπε. Κι όταν κάτι το έχεις πει… μένει. Αν δεν μείνει στο δικαστήριο, μένει στο μυαλό.