Παρά την ισχυρή χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), η Ελλάδα εμφανίζει από τις χαμηλότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. ως προς τα έμμεσα οικονομικά οφέλη. Τα συνολικά έμμεσα κέρδη φτάνουν μόλις τα 800 εκατ. ευρώ – μόλις 0,4% του ΑΕΠ – έναντι 1,8% στη Σλοβακία και 42,6 δισ. ευρώ για τη Γερμανία.
Η χώρα απορρόφησε ως τα τέλη του 2024 μόλις το 47,4% των διαθέσιμων επιχορηγήσεων, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 57,9%. Επιπλέον, το 40,6% των εισπραχθέντων ποσών (περίπου 3,5 δισ. ευρώ) παραμένει αδιάθετο. Έτσι, μόνο το 28% των διαθέσιμων πόρων έχει φτάσει στους τελικούς δικαιούχους.
Αναλυτές επισημαίνουν σημαντικές αδυναμίες στον κρατικό μηχανισμό. Οι καθυστερήσεις, η γραφειοκρατία και η έλλειψη συντονισμού εμποδίζουν την έγκαιρη υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί για χρόνια προβλήματα στην εκτέλεση δημόσιων δαπανών.
Η Ελλάδα επιλέγει να διοχετεύει σχεδόν το σύνολο των δανειακών πόρων σε ιδιωτικές επενδύσεις. Αντίθετα, χώρες όπως η Ρουμανία και η Σλοβενία κατευθύνουν σημαντικό ποσοστό σε δημόσια έργα, εξασφαλίζοντας σταθερότερη απόδοση.
Μόνο το 10% των επιχορηγήσεων στην Ελλάδα καταλήγει σε δημόσιες επενδύσεις, έναντι 21% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το υπόλοιπο κατευθύνεται σε μεταβιβάσεις προς ιδιώτες, με περιορισμένη αποδοτικότητα.
Το ελληνικό σχέδιο παραμένει οπισθοβαρές, με κρίσιμα ορόσημα πληρωμών τοποθετημένα στο 2025 και 2026. Η επιτυχία του πλέον εξαρτάται από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης.