Ο εμπορικός πόλεμος, που ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν θα μπορούσε να παραμείνει αποκλειστικά σινο-αμερικανικός. Η εκτροπή των κινεζικών εξαγωγών προς τρίτους προορισμούς, σε συνδυασμό με την ταλάντευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τη στρατηγική της σχέση με την Κίνα, έχει ενισχύσει τα προστατευτικά αντανακλαστικά και στην Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κομισιόν έχει καταθέσει πρόταση για την επιβολή πρόσθετου τέλους, ύψους δύο ευρώ, σε κάθε δέμα που εισέρχεται στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Το μέτρο αυτό συνιστά στην πραγματικότητα ένα προκαταρκτικό δασμολογικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται από την «τεράστια πλημμύρα δεμάτων» που έφτασαν τα 4,6 δισεκατομμύρια πέρυσι, όπως δήλωσε ο επίτροπος Εμπορίου, Μάρος Σέφτσοβιτς. Ο Σέφτσοβιτς υποστήριξε ότι το τέλος δεν είναι φόρος, αλλά αντιστάθμισμα για το αυξημένο κόστος ελέγχου και ασφάλειας, και θα πρέπει να καταβληθεί από τις πλατφόρμες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τουλάχιστον 9 στα 10 δέματα (ακριβέστερα το 91%) που εισάγονται στην Ε.Ε. προέρχονται από την Κίνα. Η ροή φθηνών δεμάτων «αυξάνεται συνεχώς χάρη στις αγορές χαμηλού κόστους από πλατφόρμες, όπως η Shein και η Temu», δήλωσε η πρόεδρος της επιτροπής εσωτερικής αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Άννα Καββατσίνι, επισημαίνοντας ότι οι τελωνειακοί υπάλληλοι κατακλύζονται από τον τεράστιο όγκο.
Η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει τέλος δύο ευρώ ανά παραγγελία νοικοκυριού ή 0,50 ευρώ για αποστολές σε αποθήκες με έδρα την Ε.Ε. από τρίτη χώρα. Τα δέματα αυτά συνήθως υπολείπονται του ευρωενωσιακού τελωνειακού ορίου των 150 ευρώ και επομένως δεν ελέγχονται. Η διαφορά στο ύψος του τέλους λειτουργεί ως κίνητρο για τους πωλητές να χρησιμοποιούν αποθήκες εντός της ΕΕ, καθώς είναι ευκολότερο για τα τελωνεία να ελέγχουν δείγματα σε μια αποστολή παρά σε μεμονωμένα είδη. Μέρος των εσόδων θα πηγαίνει στα εθνικά τελωνεία για κάλυψη του κόστους διαχείρισης, ενώ τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να πάνε στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Η κίνηση αυτή έρχεται μετά από παρόμοιες προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν τις εισαγωγές χαμηλού κόστους, τερματίζοντας το καθεστώς “de minimis”, το οποίο εξαιρούσε τις αποστολές αξίας κάτω των 800 δολαρίων από δασμούς και γραφειοκρατία. Η επανεισαγωγή της εξαίρεσης από το καθεστώς “de minimis” στις 2 Μαΐου κατέστησε τα είδη χαμηλού κόστους πιο ακριβά για τους Αμερικανούς καταναλωτές, οδηγώντας εταιρείες όπως η Temu και η Shein σε αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τους μοντέλων στις ΗΠΑ.
Οι ευρωπαϊκές αρχές επικαλούνται την αύξηση των επικίνδυνων και μη συμμορφούμενων προς τις προδιαγραφές εμπορευμάτων, καθώς και τις καταγγελίες των Ευρωπαίων λιανοπωλητών για αθέμιτο ανταγωνισμό. Ωστόσο, η αρχική έμπνευση για το πρόσθετο τέλος είχε κατεξοχήν δημοσιονομικά κίνητρα. Η πρόταση παρουσιάστηκε ως επιλογή για πρόσθετα έσοδα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, με στόχο την αποπληρωμή του κοινού δανεισμού που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του Ταμείου Οικονομικής Ανάκαμψης των 800 δισεκατομμυρίων ευρώ μετά την πανδημία.
Η συζήτηση ξεκίνησε πρωτίστως με γαλλική πρωτοβουλία, καθώς το Παρίσι ανησυχεί ιδιαίτερα για το θέμα, με περίπου 800 εκατομμύρια τέτοια δέματα να έχουν σταλεί στη Γαλλία μόνο πέρυσι. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, Ερίκ Λομπάρ, ανακοίνωσε την πρόθεση συνεργασίας με άλλες χώρες της Ε.Ε. για μηχανισμούς προστασίας από το ντάμπινγκ. Παρόμοιες κινήσεις έχουν γίνει και από σκανδιναβικές χώρες, όπως η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία, οι οποίες δήλωσαν ότι θα συνεργαστούν για να σταματήσουν προϊόντα από πλατφόρμες όπως οι Temu, Shein και Wish που είναι επιβλαβή για την υγεία και το περιβάλλον. Το γαλλικό λόμπι ηλεκτρονικού εμπορίου, Fevad, ζήτησε άμεση δράση για την αντιμετώπιση των «αδικαιολόγητων πλεονεκτημάτων» των ασιατικών ιστοσελίδων. Η υιοθέτηση μιας ευρωπαϊκής οδού κρίθηκε μονόδρομος, καθώς μια μεμονωμένη εθνική κίνηση θα οδηγούσε απλώς σε μεταφορά των δεμάτων σε γειτονικές χώρες.