Στο μικροσκόπιο των φορολογικών αρχών βρίσκονται φέτος χιλιάδες φορολογούμενοι που δήλωσαν χαμηλά εισοδήματα, αλλά πραγματοποίησαν υψηλές καταναλωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, υπάρχουν περιπτώσεις όπου φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ εμφανίζονται να ξόδεψαν από 50.000 έως 200.000 ευρώ με κάρτες και τραπεζικές συναλλαγές.
Το επίκεντρο των ελέγχων είναι ο κωδικός 049 του εντύπου Ε1, ο οποίος περιλαμβάνει τις προσωπικές δαπάνες μέσω τραπεζικών μέσων και επηρεάζει τη χορήγηση έκπτωσης φόρου. Ο συγκεκριμένος κωδικός (προ)συμπληρώνεται αυτόματα από τα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία αποστέλλουν συγκεντρωτικά ποσά στην ΑΑΔΕ, συχνά χωρίς να προηγηθεί επεξεργασία ή ενημέρωση του φορολογούμενου.
Το πρόβλημα, όπως εξηγούν φοροτεχνικοί, είναι ότι στις διαβιβάσεις περιλαμβάνονται και επαγγελματικές δαπάνες, εσωτερικές μεταφορές λογαριασμών, ακόμη και πληρωμές τρίτων. Έτσι, το τελικό ποσό εμφανίζεται «φουσκωμένο», δημιουργώντας ψευδή εικόνα κατανάλωσης, κάτι που πυροδοτεί ελέγχους.
Οι έλεγχοι συνήθως διενεργούνται πέντε έως έξι χρόνια μετά την υποβολή της δήλωσης, κοντά στην παραγραφή. Τότε ο φορολογούμενος καλείται να αποδείξει ότι τα διαβιβασμένα ποσά δεν αντιστοιχούν στην πραγματική του κατανάλωση. Αν δεν έχει κρατήσει αρχείο ή αν η τράπεζα δεν διατηρεί πλέον τις κινήσεις εκείνης της περιόδου, οι συνέπειες μπορεί να είναι βαριές: πρόστιμα, προσαυξήσεις και τεκμήρια φοροδιαφυγής.
Για την αποφυγή παγίδων, ειδικοί συνιστούν στον φορολογούμενο να ελέγχει προσεκτικά τον κωδικό 049 πριν την υποβολή της δήλωσης. Σε περίπτωση διαφορών, να διορθώνει τα ποσά και να κρατά αντίγραφα των τραπεζικών κινήσεων. Έτσι, διασφαλίζει τόσο την ορθή φορολόγηση όσο και το δικαίωμα επίκλησης αδιάθετου κεφαλαίου για μελλοντικά έτη.
Οι ειδικοί ζητούν από τις τράπεζες να διαβιβάζουν αναλυτικά τα δεδομένα και όχι μόνο συγκεντρωτικά ποσά, ενώ επισημαίνουν την ανάγκη επέκτασης της πρόσβασης σε ιστορικά στοιχεία του web banking για τουλάχιστον έξι χρόνια.