Η JP Morgan τοποθετεί τα ελληνικά ομόλογα στις κορυφαίες επιλογές της διεθνώς, συστήνοντας στους επενδυτές να τηρήσουν overweight στάση. Η σύσταση αυτή βασίζεται στις ισχυρές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας, την ιδιαίτερα επιτυχημένη διαχείριση του ελληνικού χρέους, το σταθερό πολιτικό τοπίο και τις περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για το υπόλοιπο του 2025, μετά από μια επιθετική εμπροσθοβαρή στρατηγική κάλυψης αναγκών από την αρχή του έτους.
Ειδικότερα για τα ομόλογα, η JP Morgan θεωρεί ελκυστικά τα κρατικά ομόλογα διάρκειας 5-15 ετών για μεσοπρόθεσμο carry trade, καθώς διαπραγματεύονται με τα υψηλότερα περιθώρια ανάκαμψης σε σχέση με άλλες χώρες της περιφέρειας. Η αμερικανική τράπεζα διατηρεί την εκτίμησή της ότι τα ελληνικά spreads θα κινηθούν γύρω στα επίπεδα των 80-85 μονάδων βάσης, παραμένοντας χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας, προβλέποντας διαμόρφωση στις 85 μ.β. τον Ιούνιο και Σεπτέμβριο, και στις 80 μ.β. τον Δεκέμβριο και τον Μάρτιο του 2026. Αναφορικά με τις αμυντικές δαπάνες, η JP Morgan σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες στην Ευρωζώνη (>3% του ΑΕΠ), εκτιμώντας ότι τυχόν μελλοντικές αυξήσεις θα είναι σταδιακές.
Στο μακροοικονομικό μέτωπο, η JP Morgan προβλέπει ανάπτυξη στην Ελλάδα 2,3% φέτος, πληθωρισμό 2,4%, πρωτογενές ισοζύγιο 2,9%, έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 7,5% και υποχώρηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 147%.
Σε αντίθεση με τις θετικές εκτιμήσεις για την Ελλάδα, η JP Morgan παραμένει επιφυλακτική για τις μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές προοπτικές διεθνώς και ειδικότερα της ευρωζώνης. Παρά την αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας, η αβεβαιότητα δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως. Η τράπεζα βλέπει κινδύνους κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων ΗΠΑ-ΕΕ, ειδικά καθώς πλησιάζει το τέλος της 90ήμερης παύσης αμοιβαίων δασμών. Οι δασμοί θεωρούνται σημαντικός φόρος για τους καταναλωτές που θα επηρεάσει την παγκόσμια ανάπτυξη και την ανάπτυξη της ευρωζώνης.
Όσον αφορά τις μετοχές, η JP Morgan αναβαθμίζει σε overweight τη στάση της για τις αναδυόμενες αγορές γενικότερα, τονίζοντας ότι είναι ιδιαίτερα θετική για τις μετοχές της Ελλάδας, της Ινδίας, της Βραζιλίας, των Φιλιππίνων, της Χιλής, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Πολωνίας. Παραμένει επίσης θετική στις κινεζικές μετοχές τεχνολογίας. Το προφίλ απόδοσης/χαμηλού κινδύνου δικαιολογεί τη στάση overweight στις ελληνικές μετοχές, με καταλύτες την απόδοση κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών (10% μερισματική απόδοση + επαναγορές), τις ελκυστικές αποτιμήσεις τους (20% discount σε P/E έναντι ευρωπαϊκών τραπεζών) και την αναμενόμενη ανάπτυξη του ΑΕΠ άνω του 2%. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε δασμολογικούς κινδύνους λόγω του τουρισμού.
Η JP Morgan προτιμά αγορές αναδυόμενων χωρών με υψηλότερες εγχώριες εκθέσεις (Ινδία, Φιλιππίνες, Βραζιλία, Ελλάδα, Πολωνία, ΗΑΕ) και ισχυρούς ιδιοσυγκρασιακούς καταλύτες (Χιλή, Κορέα). Η αναβάθμιση των αναδυόμενων αγορών υποστηρίζεται από την αποκλιμάκωση της εμπορικής αβεβαιότητας (μείωση προτεινόμενων δασμών ΗΠΑ-Κίνας), την πιθανή αδυναμία του δολαρίου ΗΠΑ, τις ελκυστικές αποτιμήσεις (P/E 12,4x έναντι 19,1x για ανεπτυγμένες αγορές) και τη χαμηλή παγκόσμια τοποθέτηση επενδυτών.