Μπορεί να ακούγεται απίστευτο, ιδιαίτερα μετά την κρίση χρέους της περιόδου 2010-2018, αλλά σήμερα το ελληνικό δημόσιο χρέος, παρά το υψηλό του ύψος, είναι φθηνότερο στη διαχείρισή του σε σύγκριση με το αντίστοιχο γερμανικό.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανέρχεται σήμερα στα 364,8 δισ. ευρώ. Έχει μια μέση σταθμική διάρκεια λήξης 18,8 χρόνια, ενώ το ετήσιο κόστος χρηματοδότησης διαμορφώνεται σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό 1,73%. Αυτό το χαμηλό κόστος οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι περίπου τα δύο τρίτα του χρέους (περίπου 240 δισ. ευρώ) βρίσκονται στα χέρια των επίσημων δανειστών, κυρίως του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), του προκατόχου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και των διμερών δανείων με χώρες της Ευρωζώνης (GLFA). Από το 2017, το επιτόκιο αυτού του χρέους προς την ΕΕ είναι “κλειδωμένο” σε ένα μέσο επίπεδο λίγο πάνω από 1%.
Αν το σύνολο του ελληνικού χρέους μπορούσε να εκπροσωπηθεί από ένα ενιαίο ομόλογο, αυτό θα είχε διάρκεια περίπου 19 ετών, επιτόκιο 1,73% και θα ήταν απαλλαγμένο από κινδύνους αγοράς (όπως επιτοκιακός ή συναλλαγματικός κίνδυνος).
Για λόγους σύγκρισης, αν σήμερα η Γερμανία, η πλέον αξιόχρεη χώρα της Ευρωζώνης, επιθυμούσε να δανειστεί για διάρκεια 19 ετών, το κόστος δανεισμού της θα ήταν 2,93%. Αυτό είναι 1,20% υψηλότερο από το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Επιπλέον, η Γερμανία θα έπρεπε να αναχρηματοδοτήσει το σύνολο του χρέους της σε λιγότερο από τον μισό χρόνο σε σχέση με την Ελλάδα, καθώς η μέση σταθμική φυσική διάρκεια του γερμανικού δημόσιου χρέους είναι περίπου 8 έτη (έναντι περίπου 19 ετών του ελληνικού). Αυτό εκθέτει τη Γερμανία, αλλά και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με μέση διάρκεια χρέους περίπου 8,5 έτη, σε μεγαλύτερο κίνδυνο μελλοντικού αυξημένου κόστους δανεισμού σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων.
Ταμειακά Διαθέσιμα και Πρόωρες Αποπληρωμές
Το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους ενισχύεται από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, τα οποία ξεπερνούν πλέον τα 44 δισ. ευρώ. Η διαχείριση αυτών των διαθεσίμων είναι βέλτιστη, καθώς περιλαμβάνει την πολιτική των πρόωρων αποπληρωμών των διμερών δανείων (GLFA) του πρώτου μνημονίου. Η Ελλάδα έχει ήδη αποπληρώσει πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ από τα αρχικά 52,9 δισ. ευρώ των δανείων GLFA, έχουν αποπληρωθεί 21,3 δισ. ευρώ. Το υπολειπόμενο ποσό των 31,6 δισ. ευρώ αποπληρώνεται σε σχεδόν ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041.
Εξάλειψη του Κινδύνου Μετά το 2032
Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, τόνισε πρόσφατα ότι έχει εξαλειφθεί ο φόβος για μια “έκρηξη” στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μετά το 2032. Αν και από το 2032 ξεκινά η αποπληρωμή των δανείων ύψους 90 δισ. ευρώ από τον EFSF (δεύτερο μνημόνιο) μαζί με τους αναβαλλόμενους τόκους ύψους 25 δισ. ευρώ (που βρίσκονται σε περίοδο χάριτος μέχρι τότε), η αύξηση του κόστους δεν θα είναι απότομη το 2032, αλλά αναμένεται να καταγραφεί σταδιακά, κυρίως από το 2038 και μετά. Αυτό οφείλεται στο ότι οι δόσεις (τόκοι και κεφάλαιο) θα καταβάλλονται αναλογικά με τα ποσά που εκταμιεύονταν σταδιακά από τον EFSF κατά τη διάρκεια του δεύτερου μνημονίου.
Μέχρι το 2038, η Ελλάδα θα έχει ολοκληρώσει την αποπληρωμή του διμερούς δανείου ύψους 52,9 δισ. ευρώ προς την Ευρωζώνη, “ξεφορτώνοντας” ετήσιες υποχρεώσεις 2,65 δισ. ευρώ που κανονικά θα πλήρωνε μέχρι το 2041.
Εκτός απροόπτου, μέχρι τότε, η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει αναβαθμιστεί σε πιστοληπτική βαθμίδα τουλάχιστον Α. Παράλληλα, το ύψος του χρέους ως προς το ΑΕΠ, με βάση τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναμένεται να μειωθεί κοντά στο 120% από το 147,5% που προβλέπεται για το 2025. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να διατηρήσουν το επιτόκιο δανεισμού από τις αγορές σε επίπεδα αρκετά μικρότερα από 3%.