Η 19η Μαΐου 1919 δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στην ιστορία. Σηματοδοτεί την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα του Πόντου, ένα γεγονός που, ενώ επισήμως παρουσιάστηκε ως αποστολή για την αποκατάσταση της τάξης στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην πραγματικότητα αποτέλεσε την έναρξη της πιο βίαιης και αιματηρής φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Ο Πόντος, με την πλούσια ιστορία και τον ακμαίο ελληνικό πληθυσμό του στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, βρέθηκε στο στόχαστρο μιας συστηματικής πολιτικής εξόντωσης.
Αυτό το έγκλημα, που διήρκεσε αρκετά χρόνια, άφησε πίσω του έναν τραγικό απολογισμό: πάνω από 350.000 νεκρούς Έλληνες του Πόντου. Η εξόντωση αυτή δεν ήταν τυχαία. Ήταν το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής που περιλάμβανε μαζικές σφαγές, βασανιστήρια, βίαιες εκτοπίσεις, εξαντλητικές κακουχίες και τις φρικτές «πορείες θανάτου» στα βάθη της Ανατολίας. Ο στόχος ήταν ξεκάθαρος: η δημιουργία ενός εθνικά «καθαρού» τουρκικού κράτους, στο οποίο δεν υπήρχε χώρος για τους αυτόχθονες χριστιανικούς πληθυσμούς.
Η πολιτική αυτή δεν ήταν καινούργια. Είχε ήδη εφαρμοστεί με σφοδρότητα κατά των Αρμενίων το 1915 και των Ασσυρίων. Με την άφιξη του Κεμάλ και των οπαδών του, η προσοχή στράφηκε στον Πόντο, ο οποίος θεωρήθηκε εστία αντίστασης και «απειλή» για το νέο τουρκικό έθνος που οικοδομούνταν στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα αντάρτικα σώματα των Ελλήνων, τα οποία στην πραγματικότητα είχαν συγκροτηθεί για αυτοάμυνα και επιβίωση μπροστά στις αυξανόμενες διώξεις, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για τη γενικευμένη βαρβαρότητα κατά ολόκληρου του πληθυσμού.
Οι μαρτυρίες των επιζώντων και τα ιστορικά τεκμήρια περιγράφουν με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τη φρίκη. Αναφέρονται εκτελέσεις αμάχων, συχνά μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους, πυρπολήσεις χωριών και εκκλησιών, λεηλασίες περιουσιών. Οι βίαιες εκτοπίσεις αφορούσαν ολόκληρες κοινότητες, οι οποίες αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πορευτούν προς το εσωτερικό της Ανατολίας κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Αυτές οι «πορείες θανάτου» γίνονταν συχνά σε παγωμένα βουνά ή άνυδρες ερήμους, χωρίς τροφή, νερό ή ιατρική φροντίδα. Παιδιά πέθαιναν από την πείνα, την δίψα και τις κακουχίες στην αγκαλιά των μανάδων τους. Γυναίκες υφίσταντο βιασμούς και βασανιστήρια. Άνδρες εκτελούνταν επί τόπου ή στέλνονταν σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας (τα διαβόητα αμελέ ταμπουρού), από τα οποία ελάχιστοι επέστρεψαν.
Μία από τις πιο τραγικές και συγκλονιστικές στιγμές αυτής της περιόδου διαδραματίστηκε στη Σάντα, ένα σύμπλεγμα επτά ορεινών χωριών με έντονη αντίσταση. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, οι κάτοικοι, πολιορκημένοι ασφυκτικά από τις τουρκικές δυνάμεις, κατέφυγαν σε μια σπηλιά αναζητώντας καταφύγιο. Ωστόσο, η παρουσία βρεφών, των οποίων το κλάμα θα μπορούσε να προδώσει τη θέση τους μέσα στη νύχτα, οδήγησε σε μια πράξη απελπισίας. Οι μητέρες, με σπαραγμό ψυχής, πήραν την οδυνηρή απόφαση να παραδώσουν επτά μωρά στους αντάρτες για να θανατωθούν, προκειμένου να σωθούν οι υπόλοιποι 300 άνθρωποι που κρύβονταν στη σπηλιά. Όταν οι Τούρκοι έφτασαν στο σημείο και αντίκρισαν τα σκοτωμένα βρέφη, φέρεται να πάγωσαν από τον τρόμο και την αποφασιστικότητα αυτών των ανθρώπων, εγκαταλείποντας την καταδίωξη.
Το 1994, η Βουλή των Ελλήνων, αναγνωρίζοντας την ιστορική αλήθεια και το μέγεθος της τραγωδίας, ανακήρυξε επισήμως την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων. Η ανακήρυξη αυτή δεν είναι απλώς η τήρηση ενός εθνικού χρέους. Είναι ένας διαρκής αγώνας ενάντια στη λήθη και την άρνηση. Είναι ένας φόρος τιμής σε εκείνους που χάθηκαν με τόσο βίαιο τρόπο, αλλά και σε όσους επέζησαν του ξεριζωμού, της φτώχειας και της προσφυγιάς, καταφέρνοντας να κρατήσουν ζωντανή την ταυτότητα, τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την πίστη του ποντιακού ελληνισμού.
Παρά τις σαφείς ενδείξεις, τα αδιάσειστα τεκμήρια και την ιστορική έρευνα, τα οποία συνθέτουν πλήρως τον ορισμό της γενοτκονίας σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1948 για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, η διεθνής αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας παραμένει περιορισμένη. Ο αγώνας για την πλήρη και καθολική διεθνή αναγνώριση συνεχίζεται αμείωτος από οργανώσεις της διασποράς, ακαδημαϊκούς, ερευνητές και κράτη που έχουν το θάρρος να μιλήσουν για την Ιστορία χωρίς πολιτικούς συμψηφισμούς και σκοπιμότητες. Η μνήμη των θυμάτων και η δικαίωση της ιστορικής αλήθειας αποτελούν διαρκή υποχρέωση.